Ο κόσμος φωνασκεί στη χοάνη
της αφής
παρά της ακοής
Ό,τι μπορετό και αμπόρετο
το θυμικό σκαρφίζεται με πόνο
αγγίζει επτά στρώσεις
από πέταλα πάνω στο κορμί μου
Και όταν σταματά
σαν χέρι που τα μαδάει
από το στήθος, τους γλουτούς
και το γόνα,
πληγές αναδύονται με θλίψη πηχτή
και γόο χυμένο
στις μάχες των αθεράπευτα σαστισμένων
Παιχνιδίζει με του θανάτου
τη σιγουριά
και του θεού τη πίστη
μ’ αγαπά, δε μ’ αγαπά
η ζωή μου