I
Μέσα απ’ ένα κινηματογραφικό παράθυρο
βλέπω μια ματιά γαϊδάρων
ένα σταντ της Πέψι,
ένα γέρο Ινδιάνο να κάθεται
χαμογελώντας δίχως δόντια σ’ ένα καλύβι.
II
Σταματώντας στο Γκουαγιάμας
ένα κατακαίνουργιο Φορντ υπηρεσιακό
γέμισε με μελαγχολικούς εργάτες’
στο κάθισμα του οδηγού, ένα νέο παιδί
— καταδικασμένο απ’ το σομπρέρο του.
Ill
Ανεμόμυλος, ασημοστόλιστος, ξεπατωμένος,
ακίνητος στο Μεξικό —
ωσάν πουλί ανάρμοστος ανεμόμυλος, σαν στέμα σπασμένο,
μονοπόδαρος, αυθαίρετος, αλύγιστος,
με πλατύ ορθάνοιχτο μάτι.
Πώς βρέθηκες εδώ; — Κατάμονος, αλλότριος, αβοήθητος;
Εδώ όπου άνεμος δεν είναι.
Ζωντανή ισχνή δομή παραιτημένη, ευχαριστείσαι
μ’ αυτή την άνυδρη, άπνοη μοναχική ηλικία;
Μαλακότερος ο κάκτος σε ξεπερνά.
IV
Σου λέω, Μεξικό —
σκέφτομαι μίλια και μίλια νεκρών δυνατών αλόγων —
καθαρόαιμα και δουλευτάρικα, με ρουφηγμένες κοιλιές,
αλύγιστα, με τεντωμένα πόδια και φαγωμένα στόματα.
Είναι το αλύγιστο πόδι, Μεξικό, το πεταγμένο δόντι
που γκρεμίζει τον έφιππο εφιάλτη των ονείρων μου.
V
Στο Μεξικάνικο Ζωολογικό κήπο
έχουν συνηθισμένες
Αμερικάνικες γελάδες.
*Από το βιβλίο “Βενζίνη”, Εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, 1989. Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας.