Ξυπόλυτη προσευχή, κυρία υποκρισία
διασκέδασε τις νύχτες μας
σε ποτάμια και σ’ ερήμους πλάνεψέ μας,
στα κρύα μάτια μας ζωγράφισε μια θερμοφόρα,
πάρε στα χέρια σου την παιδική μας καρδιά
που μπορεί να ερωτεύεται ακόμη
και βολτάρισέ την μια νύχτα στην παραλία των λογικών.
Κρανία και κόρακες
πλήθος – οστά έντυσαν το καινούριο μας σπίτι.
Τρέχουν αίματα από τα παράθυρα,
οι κουρτίνες πήραν φωτιά,
παλεύει το μπετόν να βγάλει ρίζες
στου μεγάλου μας του τάφου το κορμί.
Το πρώτο αμάρτημά μας είναι από γεννησιμιού του αθώο.
Μην επιμένεις γείτονα, αδερφέ ξεχασμένε,
δεν θα πλυθούμε στο στεγνό μαιευτήριο της ανάγκης.
Στα τσιγκέλια της ιστορίας μυρίζει κρέας ανθρώπινο,
έχει ποτίσει μέσα μας ο φόβος,
κυοφορούμε την τελευταία Άνοιξη
και απ’ ό,τι καταλαβαίνεις
το στήθος μας πονάει
και τα χέρια μας παγώνουν.
Πέρασα μόνο να σου πω
— γείτονα, αδερφέ ξεχασμένε —
στη δορυφορική σου γειτονιά
τα κουδούνια δε θα γράψουν το επίθετό μας
στις αναγγελίες των νεκρών στην εξώπορτά σου
«ΔΙΑΦΟΡΟΙ» θα γράφει στο όνομα.
Οι Άγιοι Πάντες είμαστε
Άπαντες πανταχού Απόντες
και απ’ τα πάντα παθόντες
ο πόνος των πάντων,
το παιδί του κανενός
και η κραυγή του καθενός.
Μαύρο είναι το χελιδόνι που φέρνει την Άνοιξη.
*Από τη συλλογή “Ο λαιμός του δήμιου”, Εκδόσεις Straw Dogs, Λευκωσία 2016.