Πολιτεία ανάλγητη, με κάνεις να νιώθω σαν ήρωας ταινίας παιδικής πορνογραφίας. Παίρνεις το κεφάλι μου και το κολλάς σ’ ένα ασχημάτιστο, παράταιρο κορμί και ασελγείς επάνω του με καλώδια ηλεκτρικά και πλαστικές αποφύσεις. Τα μαχαίρια σου χαρακώνουν τα στήθη μου κι από πάνω οι μισθοφόροι σου γελάν σαρδόνια και δείχνουνε τα δόντια στην αισχύνη μου. Κι εγώ δεμένος δάκρυα σου τείνω το κεφάλι. Πληρώνεις για να με δεις να εκπορνεύομαι και πέφτουν τα στοιχήματα: σκύλοι βυσσοδομούν στον κώλο μου τα σάλια στάζοντας τη σάρκα. Και χώνεις στο λάρυγγά μου τις παλάμες σου και σκίζεις ό,τι βρεις με λύσσα. Με τις φωνητικές χορδές μου στήνεις ψηλά αγχόνη κομποσκοίνι. Κι οι δήμιοι σου παίζοντας τα χέρια στη θηλιά να με χτυπάν στην πλάτη. Και μου περνάς κατόπι την κουκούλα σου, σβήνεις το πρόσωπο και με κολλάς γυμνό στο βράχο. Σπεύδουνε τότε και τα όρνια σου για να γλεντήσουν τα συκώτια μου.
Δεν έχω φωνή να φωνάξω και την κραυγή μου κανείς δεν θα δει. Εγώ τότε θα δαγκώσω τη γλώσσα μου βαθιά, πληγή, και θα στεγνώσω τα δάκρυα.
Επιτέλους, νεκρός, θα ουρλιάξω.
*Από το βιβλίο ‘Με το καδρόνι στα χέρια”, Εκδόσεις ΠΑΝΟΠΤΙΚόΝ, 2011.