Όσοι προσμένουν να σωθούν κι ελπίζουν σε προστάτες
χωρίς σανίδά ναυαγούν και τρέφουν αυταπάτες
σε χίμαιρες ακροβατούν μοιραίοι σχοινοβάτες
διέξοδο αναζητούν τυφλοί λαθρεπιβάτες
γυμνοί στ’ αγκάθια περπατούν, στα πόδια αλυσίδες
στον ουρανό που προσκυνούν σμάρι πυκνό ακρίδες
όνειρα ζουν απατηλά που η μέρα τα σκορπίζει
πύργοι με τραπουλόχαρτα που ο άνεμος γκρεμίζει
όποιος σημεία των καιρών δεν ξέρει να διαβάσει
πηγή δε θά ’βρει για νερό να πιει να ξεδιψάσει
αν δε σταθεί στα πόδια του τη μοίρα να ορίσει
μια πέτρα δένει στο λαιμό στο χάος να κυλήσει
παραμονεύουν στις γωνιές σωτήρες με παγίδες
δόκανα στήνουν και θηλιές, λεπίδια και τσιμπίδες
όποιος γυρεύει να σωθεί στιγμή δε γονατίζει
της φυλακής του το σκοινί στα δόντια ροκανίζει
το δρόμο παίρνει της φωτιάς στο φως το αγιασμένο
και στο θηκάρι της καρδιάς σπαθί ακονισμένο
στο ξάγναντο της λευτεριάς ατρόμητος τροχάζει
τ’ άλογα του γερο-βοριά τ’ αδάμαστα δαμάζει.
*Από τη συλλογή “Θρ…ίαμβοι και απώλειες”, εκδόσεις Απόπειρα, 2018.
Ευχαριστώ πολύ για την επιλογή και ανάρτηση του ποιήματός μου.