α. γλίχεται όσο
ενθυμείται το μείζον μαύρο εκείνου
και ανεπαίσθητα τότε σκιρτά
και ανεπαίσθητα πάει
προς το ρόδινο της κολάσεως
αυτό το επαμφοτερίζον χρώμα
του ερεθισμένου λευκού
β. τα αρσενικά δόντια έλειχαν
το σαφές όριο μεταξύ
πάλλοντος στήθους και κλείδας
το άσπρο φόρεμα έκλινε ηδονικά προς το φιλί
μετά αποσυρόταν κάτωθεν των μαστών και
εσυστέλλετο ζώο όμορφο
με άκρα ντροπαλοσύνη
γ. ω πόση η βάσανος της σωματικής ποιήσεως
γράφει το άσπιλο ένδυμα στα μωβ μυστικά του
και αποτραβιέται ως σαρκολάτρης ποιητής
στην συνουσία των στίχων του
δ. εάν ηδύνατο
το χέρι θα άγγιζε το: εν αρχή η ηδονή
απ’ όπου ξεχύνονταν τα ποιήματα αθρόα
κι ήταν οπός από αρσενικό μανταρίνι
προοπτική επικίνδυνη
συλλήψεως στίχων πάνω στην γλώσσα
εμού του παραληρούντος
θήλεος λευκού ποιήματος εκ μείζονος έρωτος
προς την μέλαινα αρσενική λογοτεχνία
*Από τη συλλογή “Arcana Lustra Νεκροταφείο φορεμάτων”, εκδ. Τύρφη 2016.