Της ξύρισε το μεταξένιο μακρύ ξανθό μαλλί της. Χάιδεψε το πορσελάνινο πρόσωπο της. Έσκυψε να τη μυρίσει. Κολόνια και αίμα. Άρχισε πρώτα να της χαράζει σταυρούς στο κρανίο με ένα ψαλίδι και μετά να της το τρυπάει μανιωδώς. Πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά. Έριξε ξύδι στις πληγές της. Όταν πόνεσαν τα χέρια του, με δισταγμό πήρε ένα κουτάλι, το βούτηξε μέσα στα εντόσθια του εγκεφάλου της και έκανε να δοκιμάσει. Δεν ήταν κι άσχημο. Δεν το έκανε συνήθως, αλλά του φαινόταν τόσο ελκυστικό, αυτή τη φορά. Την τράβηξε από τις μασχάλες για να τη σηκώσει. Ήταν θεόβαρια. Τα γόνατά του τον είχαν χτυπήσει άσχημα. Τη σταύρωσε, έκοψε μία τούφα από τα μαλλιά της και την έβαλε μέσα στο καντήλι. Άναψε το κερί μπροστά στην εικόνα του βασανισμένου Χριστούλη. Έκανε τον σταυρό του, έπεσε στα γόνατα και έσκυψε το κεφάλι σε στάση υποταγής και προσευχής. Έκανε την προσευχή του δυνατά και ζήτησε συγχώρεση για το ξεστρατισμένο, έκπτωτο κορίτσι.
Έπειτα διέγραψε το προφίλ της από τον λογαριασμό του στο ίνσταγκραμ και στο φέισμπουκ, αφού έσβησε όλα τους τα μηνύματα. Έβγαλε την μπαταρία από το κινητό της και τα πέταξε και τα δύο στην ανακύκλωση. Χτύπησε το κουδούνι. Έβαλε βιαστικά το πτώμα της μαζί με τα άλλα στην αποθήκη του. Έβαλε ένα αρωματικό λεβάντας, δίπλα στη σειρά με τα υπόλοιπα αρωματικά χώρου. Ένα για κάθε κορίτσι. Είχε φτάσει στα έξι. Είχε υποσχεθεί πως στα εφτά θα σταματούσε. Εφτά τα αμαρτήματα. Καθάρισε γρήγορα τα χέρια του στο νιπτήρα του μπάνιου και κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Έφτιαξε τα μαλλιά του με σπασμωδικές κινήσεις. Μισούσε να κοιτάει τον εαυτό του. Είχε πολλά σπυριά για την ηλικία του. Έβγαλε τον καθρέφτη από τη θέση του και τον έβαλε κάτω από τον νιπτήρα. Έσιαξε τον γιακά του πουκαμίσου του. Το κουδούνι ξαναχτύπησε επίμονα.
Μισάνοιξε την πόρτα. Ήταν αυτή η γειτόνισσα που τα παρακολουθούσε όλα. Η ενοχλητική κυρά Νίτσα από τον τρίτο. Γελούσε και τον κοιτούσε έντονα. Ήθελε να δει πίσω από την πλάτη του, άκουσε φασαρία. Ανησύχησε. Ναι, είχε δίκιο. Ίσως ήταν λίγο ανήσυχο το κορίτσι αυτή τη φορά. Της είπε όλα καλά, απλώς είχε βάλει μουσική να ακούσει. Όχι, δεν είχε παρέα, μόνος ήταν. Η κυρά Νίτσα δεν καταλάβαινε τη μουσική των νέων, έκανε να γελάσει. Όχι, δεν είχε βρει ακόμα ένα καλό κορίτσι. Έψαχνε, ναι. Δεν ήθελε να γνωρίσει τη Δωροθέα την κόρη του παπά. Ναι, την είχε δει, δεν του άρεσε. Η κυρά Νίτσα δεν πείστηκε πολύ, του άρχισε την πάρλα. Της έκλεισε την πόρτα στη μάπα με μια δικαιολογία και δεν της άφησε πολλά περιθώρια.
Έκανε αναζήτηση στη σελίδα του στο ίνσταγκραμ. Έψαχνε πρόστυχα κορίτσια που να δείχνουν τα μπούτια τους, το στήθος τους, να φοράνε κοντά, μικρά και λίγα ρούχα, να βάφονται έντονα και να είναι προκλητικά. Έστειλε κάποια μηνύματα.
«Πού είσαι; Μου αρέσεις. Θέλω να σε δω. Τώρα.»
Κάποιες τον αγνοούσαν επιδεικτικά, μεγάλες ψωνάρες, τις μισούσε πιο πολύ από όλες. Έμπαινε στα προφίλς τους και σκρόλλαρε ασύστολα στις φωτογραφίες τους. Τις μισούσε, τις μισούσε από τα βάθη της καρδιάς του. Κάποιες του απαντούσαν επιθετικά, κάποιες άλλες με μισόλογα. Τσουλιά, πουτάνες, φαντασμένες ανόητες. Δεν ξέρετε με ποιον έχετε να κάνετε. Αυτές που του απαντούσαν θετικά, έκαναν την τύχη τους. Κανόνιζε ραντεβού μαζί τους από το ψεύτικο προφίλ του. Τις έλεγε στην αρχή να βρεθούν κάπου έξω. Μετά προφασιζόταν μια δικαιολογία και κατέληγε πως η μόνη επιλογή ήταν να έρθουν κατευθείαν σπίτι του. Πέθανε τη θεία του, τη γιαγιά του, τη μάνα του, το γλυκούλι κόκερ σκυλάκι του και όλο του το φανταστικό σόι εκατόν πενήντα φορές. Ο Χριστός θα τον συγχωρούσε για τα ψέματα που είχε πει. Είχε ανώτερο σκοπό. Είχε διοριστεί για ιερό έργο. Στον εικονικό κόσμο όλα γίνονται και όλα είναι πιστευτά. Για καλό σκοπό έπρεπε να τις πείσει να έρθουν σπίτι του και μετά όλα γίνονταν κατά την ευχή του Θεού. Οι αμαρτωλές θα πάνε στην κόλαση, με αυτά που κάνουν. Κόλλησε να κοιτάει μία κοπέλα ένα διχτυωτό καλσόν. Μαύρο, αισθαντικό.
Οι πρόστυχες, οι σκύλες, δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχαν στο μυαλό τους. Κοίταξε το ψεύτικο προφίλ του. Δεν του άρεσε. Έκλεισε με βία τον υπολογιστή. Άνοιξε το άδειο ψυγείο του, έβγαλε το κουτί με το γάλα και ήπιε όσο είχε μείνει σχεδόν μονορούφι. Τον πήρε η μάνα του τηλέφωνο κατά τις εννιάμισι το βράδυ. Μετά το δελτίο ειδήσεων. Της είπε ότι είναι καλά. Του είπε να του στείλει παστίτσιο και σπανακόπιτα με το ΚΤΕΛ. Ναι, της είπε, αύριο θα πάει να τα πάρει. Ο πατέρας του ούρλιαζε από πίσω, «ΜΕ ΤΟΝ ΑΧΡΗΣΤΟ ΤΟΝ ΚΑΝΑΚΑΡΗ ΣΟΥ, ΤΟΝ ΕΧΕΙΣ ΚΑΚΟΜΑΘΕΙ. ΔΕΝ ΦΤΑΝΕΙ ΠΟΥ ΤΟΝ ΠΛΗΡΩΝΟΥΜΕ ΑΚΟΜΑ, ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΩΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΤΑ ΓΟΥΣΤΑ ΤΟΥ.». Κι εκείνη του απαντούσε, «ΧΡΗΣΤΟ, το παιδί διαβάζει, τελειώνει τη σχολή του τώρα. Παιδί μου, θα σου τα στείλω εγώ αύριο, ο Θεός να σε έχει καλά, μην ακούς τον πατέρα σου.». Η μάνα του προσπαθούσε να τον καθησυχάσει. Αυτός είχε κοκκινίσει από τα νεύρα του. Έκλεισε το τηλέφωνο, έστειλε φιλιά στη μάνα του και έδωσε μία μπουνιά στον τοίχο και τον ξήλωσε.
Άνοιξε τη ντουλάπα του και έπειτα το τελευταίο συρτάρι. Σήκωσε τα σεντόνια κι ένα φύλλο τσόχας. Από κάτω, κρυμμένα καλά, ήταν κάποια από τα ρούχα των κοριτσιών. Πήρε ένα μαύρο καλσόν. Το κράτησε για πολλή ώρα στα χέρια του και το κοιτούσε. Ξάπλωσε πίσω στον καναπέ κρεβάτι του. Από κάτω, το αίμα της κοπέλας μούλιαζε το σάπιο ξύλο του πατώματος. Το πλησίασε στο πρόσωπό του και το έτριψε πάνω του. Για πολλή ώρα.
Κοίταξε τα δικά του πόδια. Σηκώθηκε και έβγαλε με φούρια τα παπούτσια του, τις κάλτσες, ξεκούμπωσε τη ζώνη, πέταξε το παντελόνι του στο πάτωμα. Ήταν έτοιμος. Έβαλε το καλσόν στα χείλη του, το φίλησε κι έπειτα δοκίμασε να το φορέσει. Το καλσόν ήταν πολύ μικρό, σκίστηκε. Μόλις έκανε το πρώτο «χρατς», εκείνος σκοτείνιασε, γούρλωσε τα μάτια. Μα τι έκανε ο ανόητος; Είχε παρασυρθεί. Είχε διαφθαρεί. Συνειδητοποίησε τι πάει να κάνει και πέταξε το καλσόν σε μία γωνία του δωματίου. Φόρεσε όπως όπως ξανά το παντελόνι του και έτρεξε να βρει μία κατσαρόλα. Έριξε οινόπνευμα μέσα στην κατσαρόλα και έβαλε μέσα το καλσόν, πιάνοντάς το λες και ήταν μολυσμένο. Έπειτα, άναψε ένα σπίρτο και του έβαλε φωτιά.
Έβαλε την κατσαρόλα μπροστά στην εικόνα του Χριστούλη και άρχισε την προσευχή του.
«Κύριέ μου, σχώρα με…».