Τέτοιες στιγμές παράλογης κι απόκοσμης χαράς
Μπορείς να ξεχωρίσεις το θάνατο
Οι άλλοι περνούν κάτω ανύποπτοι στην Πλατεία Κάνιγγος
Κι ο θάνατος είναι πλάι, μαζί τους
Έχει μεταμορφωθεί σε λαχειοπώλη
Κι είναι ασήμαντος με μπεζ κοστούμι
Κι αναπηρικό σήμα στο πέτο
Μόλις καταλάβει πως ίσως κανείς
ίσως κανείς τον υποπτεύθηκε
Μεταμορφώνεται σε θυρωρό.
Πρέπει να προλάβω
Να πω αυτά που είδα
Σήμερα το πρωί από το έβδομο πάτωμα.
Τώρα βλέπω πώς δημιουργήθηκαν τα μνημόσυνα κι οι προβλέψεις
Τα κοινά τροπάρια και τα ωράρια
Οι ευκατάστατοι κι οι δειλοί
Οι συνήθειες, η ανοχή, τα μπορντέλα
Γι’ αυτό κανείς
Δεν μπορεί να διακρίνει
Τον θάνατο
Στην Πλατεία Κάνιγγος στις 11 το πρωί.
Εγώ πρόλαβα και την τελευταία μεταμόρφωση
Έχει ντυθεί πωλητής κι έχει μπροστά του
Ένα τραπέζι
Με κόκκινους ανεμόμυλους
Που γυρνούν δαιμονισμένα
Όταν σηκωθεί μικρός άνεμος.
Σ’ αυτή την παράξενη χαρά
Σ’ αυτή την κατάσταση που τα νεύρα δεν υπακούουν το μυαλό
Κι η μνήμη εξαρθρώνεται και περπατάει ελεύθερη
Σαλτιμπάγκος σ’ εναέρια κόλπα
Σ’ αυτήν την παράλογη χαρά
Με το σώμα νικημένο από τον ίδιο
Παντοδύναμο κι αυτοτελές
Μπορείς να δεις καθαρά στις υγρές φυλακές της ερημιάς της γυναίκας
Να συλλάβεις τους σπονδύλους του ρυθμού
Και να πιάσεις το θάνατο
Ανήμπορο και δειλό
Ν’ αποφεύγει την σύγκρουση.
27 Ιανουαρίου 1966
*Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Πάλι” 6:47-48. Από τη συλλογή Θάνατος στην Πλατεία Κάνιγγος, 1975.