Τζωρτζ Ροντίλβα, Χαιρετισμοί

Χ α ί ρ ε ερημιά, που μετριέσαι με χρωματιστές ζακέτες, ριγμένες ανάσκελα σε φθαρμένα ψάθινα καθίσματα.


Χ α ί ρ ε βρώμικο υπνωτήριο, ξινισμένο σεντόνι, αλλοπρόσαλλα κεφάλια, που ξυρίζεστε γουλί τη νύχτα, ξηλώνοντας τις σαπισμένες ραφές του κρανίου.


Χ α ί ρ ε συντροφική αντλία ήχου, που κρύβεσαι χρόνια στη μασχάλη μου, σκεφτόμενη κάποια μέρα να δραπετεύσουμε μαζί μέσα απ’ τις κορνίζες του τοίχου.


Χ α ί ρ ε καπνισμένο κασόξυλο αδιέξοδου παραθυριού, που στις κοιλάδες σου φωλιάζω τις τύψεις μου, με κάμποσα περσευάμενα κέρματα στη δεξιά παλάμη.


Χ α ί ρ ε ημέρα υγρή, περιστρεφόμενη πόρνη, που χρόνια αυνανίζεσαι στα κεντρικά μπουρδέλα του κράτους.


Χ α ί ρ ε λύκε, που κοιμάσαι στην αυλή, φουγάρο ατμομηχανών, ποντίκι του μηχανοστασίου και των δημόσιων πάρκων.


Χ α ί ρ ε ξαγρυπνισμένη κατσαρίδα, που περιφέρεσαι στη σκοτεινή μου τρώγλη, ακολουθώντας με στο σκαλοπάτι που με σέρνει στην τελευταία κλειδαρότρυπα του κόσμου.


Χ α ί ρ ε αόρατη φθορά, που καλύπτεσαι οδηγώντας ισόβια τυφλούς ζητιάνους στα νυχτερινά παζάρια του υπονόμου.


Χ α ί ρ ε ζέχνουσα μήτρα, που ζεσταίνεις τα καμιόνια, τα καραβόσχοινα, τις λαϊκές πόρνες, τους ρακοσυλλέκτες, τις κίτρινες καταιγίδες της ερήμου, τις σιωπηλές σφίγγες και τα κάτεργα της Σιβηρίας.


Χ α ί ρ ε ομίχλη, που με σκέπασες και έζησα αιώνες κρυμμένος στα στενά πόμολα από διάφορες ερημωμένες πόρτες.


Χ α ί ρ ε νεκρέ, που περιμένεις σκυμμένος στο ψυγείο, καπνίζοντας απανωτά τσιγάρα, διχαλωτό σπιρτόξυλο που κατουράς τον ασβέστη του Θεού, που αυνανίζεσαι και κοιμάσαι στις δημόσιες τουαλέτες.

Χ α ί ρ ε λαστιχένια σκέψη, που αγυρτεύεις πίσω απ’ τους ξύλινους πάγκους στις PUB των Εξαρχείων – Βιτόφσκι, Αίτνα, Ίντριγκα, Ιπποπόταμο, Da-da – με κείνο το δίβουλο χαμόγελο κρυμμένο κάτω απ’ την τέλεια σήψη της αβύσσου.


Χ α ί ρ ε διαβαίνουσα μέρα, άγρια πουτάνα που κρέμασες τα βυζιά σου και τα άσπρα σου σεντόνια, με τα παράθυρα γραδωμένα και ορθάνοιχτα[ στο μέρος του αιδοίου.


Χ α ί ρ ε διαβαίνουσα μέρα, λεύτερη αγύρτισσα που βαυκαλίζεσαι χρόνια στα μπουρδέλα του Μεταξουργείου, στα καθίσματα του Ομόνοια – περιμένοντας ανυπόμονα τη σειρά σου – και στις ψωροκολυμπήθρες της Αθηνάς.


Χ α ί ρ ε φωνή βραχνή, που σύρεσαι στα παγωμένα κράσπεδα της Φραγκφούρτης, στα δημόσια ουρητήρια του σύμπαντος, στα μπαρμπέρικα του περιθώριου και στα γουναράδικα της Πατησίων.

Χ α ί ρ ε φίλε, αδυσώπητα ελέφα αδιάβατης ζούγκλας, που μέσα σου παραμονεύει η τραχειά κυριακάτικη μπόχα, η άπλυτη κάλτσα, η σήψη, και το κιτρινισμένο γάντι του ψυχίατρου.


Χ α ί ρ ε θλιβερέ νυχτοφύλακα, που πανηγυρίζεις τον καινούργιο μηνιαίο μισθό, ανάμεσα στις ισχνές γάτες που διεγείρονται απ’ την πηχτή ομίχλη, απ’ την επέτειο του Πολυτεχνείου, απ’ τα τραγούδια του Μίκη κι απ’ το ξέσκισμα της παρθενικής πόλης.


Χ α ί ρ ε μακρυνό, ανεπίστρεπτο ταξίδι, τελευταίο αποχαιρετιστήριο φιλί στο λόφο με τα κυπαρίσσια και την υγραίνουσα γη.


Χ α ί ρ ε μνήμη, αφημένη στη μεριά της νότιας σκίωσης, με τον ιδρώτα ολονυχτίς συλλεγμένο στο βυθό της θάλασσας και στη γραμμή των άστρων.


Χ α ί ρ ε αδέσποτη καληνύχτα, που περιφέρεσαι διψασμένη στις αρχαίες κολώνες της Εφέσου, στους φαντάρους του Πεδίου του Άρεως, στους πρασινισμένους φράκτες, στις ξοδεμένες γκαζόλαμπες, στις χυμένες καπότες, στους μονόφθαλμους ανέμους και στα ψηλά γοτθικά παράθυρα ιστορικών εκκλησιών.


Χ α ί ρ ε απουσία, που χοντραίνεις σε τόσα έτη τετράπαχης σιωπής.

*Από την ποιητική συλλογή «Κ 862963», εκδ. Υποκείμενο, γύρω στα 1980 κάτι, που διακινούσε ο ίδιος ο ποιητής στους δρόμους και την πλατεία Εξαρχείων. Εμείς εδώ το αναδημοσιεύουμε αφού το βρήκαμε στη σελίδα του ποιητή και φίλου Θόδωρου Μπασιάκου στο Facebook.

Leave a comment