Κώστας Ταχτσής, Κοιτάζοντας για τελευταία φορά

Το πλοίο μας σαλπάρισε. Σιγά σιγά
θ’ αφήσουμε τώρα και το λιμάνι. Ο ήλιος
βυθισμένος στον ορίζοντα, χρυσίζει
για στερνή φορά, ποιος ξέρει, τη γη
όπου πρωτόειδαμε το φως του. Σε λίγο
η απόσταση και το σκοτάδι ίσως για πάντα
θα τη σβήσει. Φεύγουμ’ απ’ την ανόητη
κατακραυγή του κόσμου. Σ’ αυτό τον τόπο
οι άνθρωποι δεν ξέρουν να εκτιμήσουν
τους λεπτοτάτους στίχους μας. Τους θίγουν,
ισχυρίζονται, τ’ αθώα μας καμώματα,
δεν βλέπουν, δεν το νιώθουν, πως τα καμώματα
αυτά είναι των στίχων μας η αιτία.
Μακριά από την ενοχλητική μας παρουσία
ίσως τους στίχους μας καλύτερα εκτιμήσουν
ίσως μεγάλους ποιητές μάς πούνε κιόλας.
Μα προ παντός, στα ξένα εκεί – οι ξένοι
είναι πάντοτε επιεικείς στους ξένους –
πιο λεύτεροι, πιο ξένοιαστοι
στις μυστικές συνήθειες θα δοθούμε.

Τι γρήγορα που νύχτωσε. Δεν μπορεί πια κανείς,
μ’ αυτή την ψύχρα, στο κατάστρωμα να μένει.
Γη της πατρίδας, γη αγαπημένη, καληνύχτα.

*Από το βιβλίο “Το Καφενείο το Βυζάντιο κι άλλα ποιήματα”, εκδόσεις Ερμείας.
**Σχετικός σύνδεσμος https://dimartblog.com/2015/10/08/tahtsis2/

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s