Ο ΚΗΠΟΣ
Ένα αγόρι
που ταξιδεύει μέρες
διψασμένο και πεινασμένο
φτάνει σε έναν κήπο εκθαμβωτικό.
Ο κήπος είναι πλήρης λουλουδιών
χρωματιστά και όμορφα τόσο
που τ’ αγόρι ξέχασε την πείνα και τη δίψα.
Μόνο ήθελε ένα λουλούδι.
Έτσι κίνησε να βρει τον κηπουρό
κι έψαξε κι έψαξε ώσπου τον βρήκε
ανάμεσα σε τόσα λουλούδια.
Και γέμισε τα πνευμόνια του με ελπίδα και εξέπνευσε ευγενικά:
«Παρακαλώ, μπορώ να έχω ένα λουλούδι, παρακαλώ και θα είμαι ευτυχισμένος»
κι ο κηπουρός αρνήθηκε στο αγόρι το λουλούδι.
***
«κι η κόρη αθέλητά της πήγαινε μαζί τους»
Ν. Καζαντζάκης, Ομήρου Ηλιάδα
ΒΡΙΣΟΠΟΥΛΑ
«Κι η κόρη αθέλητά της πήγαινε
μαζί τους» καθώς Ά. Λλαζε χέρια αφεντάδων.
Ήθελε βλέπετε – σκλάβα – να παραμείνει του Ό. Μορφου Αχιλλέα.
Κι ο Αχιλλέας έκλαιγε διότι την ποθούσε
όμως πιότερο διότι ζημιώθηκε η Ά! Κριβή τιμή του.
Χα χα χα.
Από τον Αγά! Μέμνονα. Χα χα χα.
Που ήξερε.
Πως εξουσία είναι να πείθεις.
***
ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ
που ο κόσμος τέλειωνε
κι οι καβαλάρηδες σωριάζονταν απ’ τ’ άλογά τους
και τα πουλιά πέφταν ήσυχα απ’ τα κλαδιά
κι οι φάλαινες ανάσκελα κείτονταν στον πάτο των ωκεανών
εκείνη τη νύχτα
που οι θάλασσες χάσαν το βάρος τους και σηκώθηκαν σαν σύννεφα
και τα κόκκινα φαράγγια βούλιαζαν στις άμμους
και τα μωρά μέναν ασάλευτα και σιγανά
που ο κόσμος τέλειωνε
εκείνη τη νύχτα.
Κάναμε έρωτα.
*Από τη συλλογή “Περι(τ)τά”.