ΧΩΡΙΣ ΑΔΙΑΒΡΟΧΟ
Καταμεσής του Θεού
(υπάρχω, δεν υπάρχω)
περιμένει κι ο μπόγιας
να μαζέψει τα πτώματα
τα υπόλοιπα στο εφετείο
Αν δικαιωθώ έχει καλώς
αν όχι, σας υπόσχομαι
να μην ξαναενοχλήσω
το αξιότιμο ακροατήριο
Επί τη ευκαιρία να συστηθώ:
δε γνωρίζω τ’ όνομά μου
έχω δυο παιδιά στην κοιλιά
και μια γάτα στο κρεβάτι
κατά τα λοιπά βρέχει πολύ
κι έγινε μούσκεμα το ποίημα
ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ
Το έμαθες το τροπάριο
να κόβεις φέτες τη μέρα
γιατί το παν δεν είναι
η κολλητή σου μπλούζα
ή το ξυρισμένο κεφάλι
μα η άδεια σου κοιλιά
η πείνα δε σβήνεται
με τα οκτάωρα ύπνου
δε μασιέται ο ουρανός
Και επιπλέον οι κάδοι
μούσκεμα απ’ τη βροχή
άλλη μια νύχτα ασιτία
δόντια που ακονίζονται
στο σφύριγμα τ’ ανέμου
Λοιπόν τέρμα τα αστεία
δε βγαίνεις απ’ το ποίημα
αν δε σου κάνω το τραπέζι
ΓΙΑ ΠΛΑΚΑ ΓΡΑΦΩ
Έστω κι έτσι ακόμη ζω
και μετά η κατεδάφιση
σ’ έναν κόσμο αδέσποτο
γυρνώντας σαν τα σκυλιά
Προφανώς και ηττήθηκα
χωρίς κανένα προσχέδιο
ή έστω μιαν ανεμόσκαλα
Δεν παραδίνομαι εύκολα
νομίζω πως το κατάλαβες
έτσι πεισμωμένος βγαίνω
κατά τις δώδεκα στην πόλη
ξεκολλάω τα ενοικιαστήρια
από την οδό Αναπαύσεως
κι αργεί πολύ να ξημερώσει
Τι διάολο Ποίηση γράφω
κι ούτε ένας αναγνώστης
να μου θυμίσει ότι δε ζω;