χωρίς άγκυρα
ριγμένη
καράβια
σ’ ανύπαρχτο νερό
οι έλικες
να μη γυρίζουν
στο κενό
το όνειρο
σαν το μπετόν
οι άνεμοι
πετρωμένοι
μια στροφή
από ζεϊμπέκικο
πορνεία της στιγμής
καλέσματα
από ραντάρ
αόρατα ναυάγια
στη θέα όλων
στα τυφλά μάτια
στα πληγωμένα γόνατα
ξανάρχεσαι
στην πόλη-πέρασμα
στο λιμνασμένο
παλιο λιμάνι
εδώ
αναβράζει
βρωμάει
επιβολή
εξουσία
ανεργία
στα χέρια
στα σώματα
στο λογισμό
στον έρωτα
που έγινε μύθος
και σαν μύθο
τον προσκινούσαν
τώρα τα κουρέλια του
πουλούν
υπερεκτιμημένα
και ως θέαμα
τον ματώνουν
τον βρίζουν
δοκιμάζουν
το αίμα του
και αηδιασμένοι
το φτύνουν