Billy Collins
—μετάφραση: Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος—
Αν αυτό εδώ ήταν μυθιστόρημα,
θα ξεκινούσε μ’ έναν χαρακτήρα,
έναν άντρα μόνο του σ’ ένα τρένο που κατευθύνεται στον νότο
ή ένα νεαρό κορίτσι σε μια κούνια έξω από μιαν αγροικία.
Και καθώς θα γυρνούσαν οι σελίδες, θα διάβαζες
ότι ήταν πρωί ή ήταν μαύρα μεσάνυχτα
κι εγώ, ο αφηγητής, θα περιέγραφα για χάρη σου
τα πολλά και διαφορετικά σύννεφα πάνω απ’ την αγροικία
και τι φορούσε εκείνος ο άντρας στο τρένο
μέχρι και το κόκκινο καρώ του κασκόλ
και το καπέλο που το ‘χε ρίξει στη σχάρα πάνω από το κεφάλι του,
ακόμα και τις αγελάδες που γλιστρούν έξω από το παράθυρο του.
Τελικά –γιατί κανείς δεν διαβάζει τόσο αργά–
θα μάθαινες πως το τρένο ή πήγαινε τον άντρα
πίσω στον τόπο που γεννήθηκε
ή κατευθυνόταν προς το απέραντο άγνωστο
κι όλα αυτά θα τα ανεχτείς πιθανότατα
καθώς θα περιμένεις υπομονετικά ν’ ακουστούν…
View original post 180 more words