Τί ρουκέτες φαντασμαγορικές αύτές
Φεγγοβολούν τη νύχτα φθάνουν στο κατακόρυφο
Κι ύστερα σκύβουν να μάς κοιτάξουν
Είναι γυναίκες καί χορεύουν μ’ ένα άνάβλεμμα
Για μάτια γιά μπράτσα καί καρδιές
“Ηπια την τσαχπινιά καί τό χαμόγελό σου
Έτσι είναι κι ή καθημερινή άποθέωση κάθε
Βερενίκης μου
Ή χτενισιά της έγινε ούρα κομήτη
Αύτές οί διπλοεπίχρυσες χορεύτριες
’Ανήκουνε σ’ δλες τις ράτσες καί σ’ όλους τούς καιρούς
Ξάφνου γεννούν παιδιά κι έχουν χρόνο μόνο
Γιά νά πεθάνουν
Τί ρουκέτες φαντασμαγορικές όλες αύτές
Μά τί καλά αν ήσαν περισσότερες ακόμη
“Αν ήσαν εκατομμύρια τέτοιες μέ σημασία
Πλέρια καί προσιτή σάν γράμματα βιβλίου
Μά κι έτσι εϊναι ήδονή
Σά νά τινάχτηκε ζωή
Μέσ’ άπό πλάσματα ετοιμοθάνατα μά τί
Καλά αν ήσαν περισσότερες ακόμη τις θωρώ
Σάν ομορφιά πού φανερώνεται καί φθίνει
Θαρρώ πώς βρίσκομαι σέ φωταγωγημένο
Πανηγύρι a giorno
Ευτυχία πού προσφέρει ή γη στόν εαυτό της
Πεινά κι ανοίγει χλωμά πλατιά στόματα ‘
Η Γη πεινά καί νά τ’ άνθρωποφάγο χαροκόπι τού Βαλτάσαρ
Ποιός νά φαντάζονταν πώς θά’ταν τόσο κανίβαλος
Νά χρειαστεί τόση φωτιά νά καψαλίσει σάρκα άνθρώπου
Νά γιατί έχει ό άνεμος μιά γεύση έμπυρευματική
Κακή δέ θά’ταν γιά τούς Θεούς μά θά’ταν πιο καλή
‘Η γιορτή αν ούρανος καί γη τρώγαν μαζί
Γιά νά μήν τρέφεται μόνο ψυχές καταβροχθίζει
Καί μένει ικανοποιημένη νά ταχυδακτυλουργεί
Πολύχρωμες φωτιές
’Αλλά άνθισα στή γλύκα τοϋ πολέμου αύτού
Μ’ δλη τή συντροφιά μου στά χαρακώματα
Κραυγές φλόγας άγγέλλουν άδιάκοπα το παρόν μου
Έσκαψα λαγούμι τεντώνομαι καί τινάζομαι
Σέ χιλιάδες μικρές εκβολές
Είμαι στά χαρακώματα τής πρώτης γραμμής
Μά καί παντοϋ
Ή καλύτερα άρχίζω νά είμαι παντού
Πρώτος έγώ άρχίζω το πρόβλημα αύτό
Γιά τούς μελλούμενους αιώνες
‘Η πραγματοποίησή του θ’ άργήσει πιο πολύ
Καί άπο το μύθο τοϋ ’Ικάρου
Κληροδοτώ στο μέλλον τήν ιστορία τοϋ Γκυγιώμ Άπολλιναίρ
Ήταν στον πόλεμο όμως μπορούΰσε νά ήταν παντού
Στά ξέγνοιαστα χωριά πίσω άπο τις γραμμές
Καί σ’ δλο το υπόλοιπο τής οικουμένης
Σ’ αυτούς πού πέθαναν κρατώντας το συρματόπλεγμα
Σέ γυναίκες σέ κανόνια σ’ άλογα
Στο ζενίθ στο ναδίρ καί στά τέσσερα σημεία του ορίζοντα
Στή μοναδική δριμύτητα τής παραμονής τούτης τής μάχη
Άλλά τό δίχως άλλο θά ’ταν ακόμη πιο καλά
Άν μπορούσα να υποθέσω πώς δλα τα πράγματα
Πού κατοικώ παντού μπορούν να κατοικούν σέ μένα
Μά δέν υπάρχει τίποτα μέ έννοια τέτοια
Γιατί αν αύτή τή στιγμή είμαι παντού
Έγώ μόνο μπορώ να είμαι μές στον εαυτό μου.
*Από το βιβλίο “Γκιγιώμ Απολλιναίρ, Ποιήματα”. Μετάφραση: Νίκος Σπάνιας. Εκδόσεις Γνώση, 1982.
Reblogged this on agelikifotinou.