Στέλλα Δούμου, Δύο ποιήματα

ΦΩΝΑΞΑΝ

η γεύση του ξιδιού είναι σε κάθε γλώσσα
που μουρμουρίζει ασθμαίνοντας:«Θεέ μου,
θεέ μου,γιατί με εγκατέλειψες»

Ράνταλ Τζάρελ

Το θέατρο γέμιζε με ρυθμό υπαγορεύσεως
έξω έβρεχε δάση
οι σκιές που έπιναν παχύ νερό γίνονταν πουλιά
και λίγο μακρύτερα ο δήμιος έκανε καλά τη δουλειά του:
με ταχύτητα πηγαδιού εξαφάνιζε τα συμβάντα.

Το θέατρο άδειασε όλα ξανάγιναν ήσυχα.
Αγάλματα υπογράφουν αυτόγραφα.
Στο αεί του νυν καρδιές αγίων περιφέρονται σε ξύλινα μπολ.
Κανείς δεν εξάπτεται.
Όλες οι γιορτές έχουν ματωμένα ονόματα.

(επειδή δε συναντηθήκαμε σε στέρεο έδαφος
κι ήρθαμε από μέρες που τις πυροβόλησαν στα μάτια
χύμηξαν ορδές ανθρώπων και μας ξέσκισαν
με στριγκλιές
μας φώναξαν με λανθασμένα ονόματα
-όχι πάντως τα δικά μας-
φώναξαν,σκουπίδια
φώναξαν,λεροί
φώναξαν,παρίες

εμείς απλώς δείχναμε με το δάχτυλο την καρδιά μας.
‘Αλλη γλώσσα δεν ξέραμε).

***

ΤΑ ΦΤΕΡΑ

τα γύψινα σφυρά μας
δεν αντέχουν την επέτειο της βροχής
αχνίζουμε σε στάση προσοχής
κι όπως τρίβεται και λιώνει ο τρόπος
να στεκόμαστε ορθοί
παρακαλάμε με στόμα απίθανο
να φυσήξουνε οι άνεμοι που θα μας επιστρέψουν
τα φτερά τους.

*Από τη συλλογή “Χρονορυχείο”, Εκδόσεις “Θράκα”.

2 responses to “Στέλλα Δούμου, Δύο ποιήματα

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s