Θα βάλω τη μάνα μου
να μου σιδερώσει
το μαύρο μπουφάν,
εκείνο που φορούσες
ένα διάστημα
όταν πήγαινες στη δουλειά
(τότε σε ήθελαν στην τρίχα,
τώρα δε σε θέλουν καθόλου),
θα φορέσω από μέσα μια κουκούλα
«ΑΣΙΞ ΤΖΕΛΕΒΕΪΤΟΡ»,
θα πάρω και το σιδηρολοστό
(άχρηστο πια για την κιθάρα…)
και στο Τέννις, στη Λεωφόρο
Αλεξάνδρας, στα οδοφράγματα
θα τρέξω,
έτσι, χωρίς ιδεολογία,
χωρίς εχθρό,
με σκέτη οργή,
με μια εικόνα μόνο
στο κεφάλι μου,
αυτή που με στοιχειώνει
απ’ όταν έφυγα
για τελευταία φορά
απ’ το σταθμό του Η.,
το κοριτσάκι
που θα έχει τα μαλλιά της
και θα κλαίει απ’ τα μάτια μας
(ναι, τα μάτια μας),
μέσα από τους καμένους
κάδους και τις πέτρες,
μέσα από τα σπασμένα τζάμια
του Α.Τ. Σαρόκου
και τα πυρπολημένα αυτοκίνητα,
μέσα στα δακρυγόνα
και τις μολότωφ,
θα ζωγραφίζει με τη στάχτη
και τα δάκρυα
τα ΜΑΤ να με χτυπάνε
στο κεφάλι
χωρίς οίκτο
και θα φωνάζει τ’ όνομά μου
(ούτε «μπαμπά», ούτε «δάσκαλε»),
την ώρα που θ’ αφήνω την πνοή μου
πάνω στα πεζοδρόμια
που -έφηβος-
μέσα από τα μάτια σου
αγάπησα.
9.12.08
*Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ‘Τεφλόν” Νο 2, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2009-10.
Reblogged this on Manolis.