Λογοτεχνία, το μεγάλο σκασιαρχείο

Στη μνήμη του Παντελή Καλιότσου

ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ*

Υπάρχει ένας σπουδαίος αφρικανικός μύθος για το μικροσκοπικό πουλί κολιμπρί ή κολίμβρι. Ο μύθος λέει πως όταν έπιασε φωτιά στη ζούγκλα κι όλα τα ζώα άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητα και να λουφάζουν κοντά σε μια λίμνη, το κολιμπρί βουτούσε στο νερό σαν πυροσβεστικό αεροπλάνο και με το ράμφος του μετέφερε νερό προσπαθώντας να σβήσει τη φωτιά.

Τα υπόλοιπα ζώα που παρακολουθούσαν αμέτοχα την καταστροφή το κοιτούσαν σαστισμένα κι αποχαυνωμένα. Τότε ο ελέφαντας φωνάζει στο κολιμπρί πως είναι μάταιο αυτό που κάνει και πως δεν πρόκειται να σβήσει τη φωτιά. Το κολιμπρί τότε του απαντά «εγώ, κάνω αυτό που μου αναλογεί».

Έχω την εντύπωση πως οι συγγραφείς που πέρασαν απ’ αυτό τον κόσμο ήταν ένα είδος κολιμπρί. Κάναν αυτό που τους αναλογούσε. Κάτι που στον καιρό τους φαινόταν πάντα μάταιο αφού δεν διέθεταν εξουσία αλλά θράσος.

Θα μπορούσε κάποιος να πει, πως, είμαστε η λογοτεχνία που διαβάσαμε, οι μύθοι που ακούσαμε, τα παραμύθια που μας είπανε. Ή πες μου ποια βιβλία διάβασες να σου πω ποιός είσαι.

Τα λεγόμενα εξωσχολικά βιβλία υπήρξαν η μεγάλη αντίσταση σε ένα σχολείο βαρετό και πληκτικό αλλά και αυταρχικό ταυτόχρονα.

Όχι πως η γενιά μου έφαγε και το περισσότερο ξύλο, για να μάθει τι εστί γερούνδιο και τι εστί Ουλάν Μπατόρ, αλλά όπως και να το κάνουμε σπουδάσαμε τα γράμματα σ’ ένα σχολείο που περιόριζε- περισσότερο ή λιγότερο αυθαίρετα-το μεγαλειώδες πεδίο της εμπειρίας.

Αυτό το πεδίο που μας το κάλυψαν-νομίζω με θεαματική επιτυχία- κάτι περίεργοι τύποι οι οποίοι στην πραγματικότητα υπήρξαν και οι δάσκαλοί μας στη ζωή.

Όλοι εμείς που επαγρυπνούμε για την ουσία της ανταρσίας, όλοι εμείς που λέμε ότι γράφουμε-αφού στην ουσία το γράψιμο είναι το αντάρτικο του προφορικού λόγου-αναγνωρίζουμε στο πρόσωπο του Μαρκ Τουέιν, στο πρόσωπο του Ζαχαρία Παπαντωνίου, στο πρόσωπο του Λούις Κάρολ, στο πρόσωπο του Παντελή Καλιότσου τους πρώτους δασκάλους που μας μίλησαν για το σκασιαρχείο.

Ήταν τα πρώτα μας διαβάσματα τα πρώτα μας χτυπήματα στα γόνατα, το πρώτο αίμα. Το αίμα είναι πνεύμα, γράφει ο Νίτσε. Κι αυτή η αποστροφή δεν έχει ίχνος μεταφορικής σημασίας.

Δεν ήμασταν άντρες μεγάλοι και δυνατοί για να μπορούμε να πηδάμε από κορυφή σε κορυφή αλλά μειράκια εγκλωβισμένα στο υπόγειο της παιδικής ηλικίας.

Κι ίσως αυτό που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωσή μας ήταν η πατρική βιβλιοθήκη.

Σκοντάφταμε σχεδόν πάνω στα βιβλία και κάποια στιγμή αρχίσαμε να τα ανοίγουμε ανακαλύπτοντας εκεί έναν άλλο κόσμο απ’ αυτόν που μας μάθαιναν στο σχολείο. Η λογοτεχνία υπήρξε για πολλούς από μας μια σπουδή στο αιώνιο σκασιαρχείο της ζωής.

Το σκάγαμε απ’ τον πολιτισμό της βαρβαρότητας και της σοβαροφάνειας για να πάμε τρέχοντας στον πολιτισμό της συντροφικότητας και του παιχνιδιού.

Απ’ τα βιβλία αυτά μάθαμε πως κανένας δεν είναι κανενός. Πως δεν ανήκουμε στο μπαμπά και στη μαμά, στο κράτος ή την ενορία. Απ’ τα βιβλία αυτά μάθαμε πως οι άνθρωποι δεν είναι πράγματα. Αντικείμενα χρήσης ή μηχανές παραγωγής κέρδους.

Απ’ τα βιβλία αυτά μάθαμε πως οι γυναίκες δεν είναι πόλεις που λιγουρεύεται ο κάθε πολιορκητής και πως οι άντρες δεν είναι ατίθασες ή κατοικίδιες μαϊμούδες. Πως τα παιδιά δεν είναι έπιπλα με συρτάρια όπου καταχωνιάζεις στείρες γνώσεις.

Σκεφτείτε να γυρνάτε στο σπίτι σας μετά το μάθημα των θρησκευτικών και της ιστορίας και να ανακαλύπτεται την αλήθεια στη λογοτεχνία σ’ ένα τόσο δα ποιηματάκι.

Νίκος Καρούζος

Λένιν και Μαχάτμα

Ξημέρωνε κ’ οι δυο τους

ασπροντυμένοι.

Κελαηδούσε απ’ όξω ο τόπος. “Τα πουλιά”

ψιθύρισε ο Μαχάτμα.

Ο Λένιν χαμογέλασε καλόκαρδα διορθώνοντας.

“Μυδράλια”.

Νάτος ο δάσκαλος. Εδώ είναι ο δάσκαλος, ο Καρούζος εν προκειμένω, χωρίς καμιά ανάλυση και χωρίς καμιά περίπλοκη πατερναλιστική ιδεοληψία.

Οι μεγάλοι συγγραφείς υπήρξαν κατά κάποιο τρόπο και οι εμπνευστές της νέας παιδαγωγικής γιατί έζησαν από πρώτο χέρι το φριχτό εκπαιδευτικό σύστημα της τιμωρίας.

Ξέρουμε πως ένα μουχλιασμένο σχολείο αναπαράγει τις δομές μιας μουχλιασμένης κοινωνίας. Και μια διεφθαρμένη κοινωνία διαιωνίζει ένα γραφειοκρατικό σχολείο. Εδώ υπάρχει διαρκώς ανατροφοδότηση. Ωριμάζει η κοινωνία καλυτερεύει το σχολείο. Καλυτερεύει το σχολείο ανασαίνει η κοινωνία. Δημιουργεί ευτυχισμένους ανθρώπους χωρίς να πλιατσικολογεί την περιέργειά τους.

Η ελληνική λογοτεχνία βρίθει από περιγραφές απίστευτης σωματικής βίας όπου οι άμοιροι συγγραφείς εξιστορούν συνήθως προσωπικές τραυματικές εμπειρίες.

Οι συγγραφείς του δεκάτου ενάτου αιώνα γράφουν για ξυλιές με βίτσα στα χέρια και στα πόδια, για ραβδισμούς στην πλάτη, για το γονάτισμα επί ώρες του απείθαρχου μαθητή και το φτύσιμο κατά σειρά απ’ τους συμμαθητές του. Για τη φάλαγγα με τους ραβδισμούς στις πατούσες μέχρι να ματώσουν (βασανιστήριο που το κόπιαραν από παλιούς καλούς δασκάλους οι βασανιστές της δικτατορίας του Μεταξά, αλλά που εφαρμόζονταν και σε όλη τη διάρκεια του καραμανληκού κράτους και της στρατιωτικής χούντας στους πολιτικούς αλλά και στους ποινικούς κρατούμενους).

Οι συγγραφείς του εικοστού αιώνα κάνουν λόγο για χαστούκια, τράβηγμα και στρίψιμο των αυτιών, χτυπήματα με βέργα ή με χάρακα στις ανοιχτές παλάμες, απίστευτες σωματικές ποινές που σταμάτησαν να εφαρμόζονται μόλις λίγα χρόνια πριν. Εδώ βρίσκονται και πολλές απαντήσεις για την κοινωνική βία. Ο βασανιζόμενος θα βασανίσει, η βία φέρνει βία και λοιπά.

Εδώ θέλω να μνημονεύσω κάποιες ταινίες αριστουργήματα που έχον σχέση με το σκασιαρχείο και την εκπαίδευση. Πρόκειται για το φιλμ Διαγωγή Μηδέν του Ζαν Βιγκό το 1933 και αναφέρεται στις προσωπικές του μνήμες ως εσώκλειστου μαθητή σε οικοτροφείο.

Ο αναρχικός Βιγκό περιγράφει τη βία και την καταστολή που ασκούνταν στους μαθητές αλλά και την αγανάκτησή τους που προσλαμβάνει τη μορφή της λυτρωτικής εξέγερσης. Η ταινία όπως ήταν φυσικό απαγορεύτηκε αμέσως και η προβολή της επετράπη αρκετά χρόνια αργότερα μετά τον πόλεμο. Επηρεασμένος απ’ τη διαγωγή μηδέν του Βιγκό ο Φρανσουά Τρυφό γυρίζει το επίσης αυτοβιογραφικό φιλμ Τα 400 Χτυπήματα το 1957.

Έχοντας παρόμοιες εμπειρίες απ’ το ελληνικό σχολείο πολλοί από μας αποφασίσαμε πως δεν μας ενδιαφέρον τα επίσημα βιβλία που είχαν τη βούλα του παπά και του υπουργού, ούτε οι παπαγαλίστικες κορώνες των συμμαθητών μας αλλά αντίθετα ήμασταν έτοιμοι να χαθούμε με ευχαρίστηση στην μεθυστική ρέμβη των παιδικών μας φαντασιώσεων.

Ανακαλύπταμε στα εξωσχολικά βιβλία άλλα όντα και άλλους παράλληλους κόσμους γοητευτικούς και παράξενους. Άρχισαν να μας γοητεύουν οι διαφορετικοί, οι «παραβατικοί», οι ομοφυλόφιλοι, οι αλήτες των δρόμων των μεγαλουπόλεων, όσοι δεν είχαν κανόνες ιερούς και απαραβίαστους, οι εξεγερμένοι που περιφέρονταν ελεύθερα και χλευάζανε την εξουσία και όλη την καταναλωτική υστερία στην οποία βούλιαζε ο κόσμος γύρω τους.

Όλοι αυτοί που δεν χρησιμοποιούσαν δεκανίκια για να δείξουν πόσο αξίζουν, που ακολουθούσαν μια ρηξικέλευθη στάση ζωής θυμίζοντας πολλές φορές πως είναι παιδιά εκείνου του παλαβού αθηναίου φιλόσοφου, του Διογένη του Κυνικού που περνούσε τη ζωή του με το μοναδικό του ένδυμα και το ραβδί του, αργόσχολος, που κατοικούσε σ’ ένα πιθάρι το οποίο πολλές φορές κυλούσε πέρα δώθε για να μην φαίνεται ότι δεν κάνει κάτι κι αυτός.

Ο Διογένης χλεύαζε τους σύγχρονούς του ανθρώπους, τις αξίες τους, την εξουσία, ειρωνευόταν όλους εκείνους γύρω του που έτρεχαν δεξιά κι αριστερά, σκοτισμένοι και πολυάσχολοι κυνηγώντας περισσότερα όβολα.

Πολλές φορές γάβγιζε αντί να μιλά και έλεγε πως ότι είναι φυσιολογικό δεν μπορεί να είναι ανήθικο και απρεπές και γι’ αυτό οι περισσότερες κοινωνικές συμβάσεις δεν αξίζει να γίνονται σεβαστές.

Ο Διογένης δίδασκε την αναίδεια και την πλήρη περιφρόνηση στην ευπρεπή συμπεριφορά και σε όσους τον άκουγαν επαναλάμβανε «να παραμένουν απλοί και να αρκούνται στα λίγα».

Τα ίδια έλεγε κι ο Ζαν Ζακ Ρουσώ δυο χιλιάδες χρόνια αργότερα: «Να μειώνεις τις ανάγκες σου σημαίνει ότι αυξάνεις τη δύναμή σου. Μείωσε λοιπόν τις ανάγκες σου για να είσαι κυρίαρχος». Κι εδώ είναι το σπουδαίο δίδαγμα σήμερα για μας: «Λιγοστές οι ανάγκες μας, απεριόριστη η ελευθερία μας».

Γενιές ελλήνων έχουμε μεγαλώσει με εκθέσεις ιδεών, με τις απλοϊκές ψευτοδιαλεκτικές αναλύσεις του Ευάγγελου Παπανούτσου.

Έχουμε εκπαιδευτεί να σκεφτόμαστε επιφανειακά σα φοιτητές της Σορβόννης επί σχολαστικισμού. Με ναι μεν αλλά, με δράση και αντίδραση, με υπέρ και κατά και με το όπως το βλέπει κανείς.

Έχουμε μάθει να θεωρούμε την κριτική στείρο αρνητισμό και τον σχετικισμό μετριοπάθεια.

Μέσα από την έκθεση έχουμε συνηθίσει να αναγνωρίζουμε μόνο μια ουσιώδη σύγκρουση στην ανθρώπινη ιστορία. Εκείνη μεταξύ ευδαιμονισμού, καταναλωτισμού, υλισμού από τη μια και Αξιών από την άλλη.

Η έκθεση ιδεών δίδασκε ως άχρονες και διαχρονικές τις πρόσκαιρες αξίες μιας χούφτας γραφιάδων συναθροισμένων γύρω απ’ τη Ζωή, τον Παρνασό, την ΕΡΕ, την Ευθύνη, την ΧΑΝ και τη Νέα Εστία.

Η πολιτική θεωρία της Έκθεσης ήταν και είναι αυτή καθαυτή η επίμονη μεσότητα. Η μεσότητα του Προκρούστη: Συμβιβασμός χωρίς δικαιοσύνη, πατριωτισμός χωρίς κριτική, κοινωνική ειρήνη χωρίς αντικουλτούρα, δημοκρατία χωρίς ελευθερίες….

Η ηθική της έκθεσης είναι κυρίως η συμμόρφωση και η υποταγή των νέων α λα Ηθικά Νικομάχεια. Στον κόσμο των εκθεσάδων-που είναι και οι πιο ακριβοί ιδιαιτεράδες στην αργκό της παραπαιδείας-η αριστοτέλεια ηθική είναι εμπλουτισμένη με τη φιλανθρωπία και τη χριστιανική αγάπη σε βαθμό που η άποψη να καθίσταται βουδιστική συμπόνια.

Να βοηθήσω χωρίς να αναμειχθώ, χωρίς να μεροληπτήσω. Να συνεισφέρω χωρίς να παρέμβω, σχεδόν με αναχωρητισμό. Κι ο έρωτας είναι ιδανικό και ρομαντισμός που τροφοδοτεί την ποίηση ώσπου να γίνει γάμος και οικογένεια, άρα κι αυτός διαχρονική αξία.

Η λύση για όλα στον κόσμο της έκθεσης είναι η παιδεία. Πολλές φορές όλα τελειώνουν μ’ αυτό το στεγνό και δασκαλίστικο στερεότυπο: όλα είναι ζήτημα παιδείας. Μα για ποια παιδεία μιλάμε σε μια ταξική κοινωνία και σε μια κοινωνία κραυγαλέων και βάναυσων αδικιών! Εκτός κι αν η παιδεία εξαρτάται απ’ τους συμψηφισμούς και τη ρητορική της στρεψοδικίας. Εκτός κι αν η παιδεία εξαρτάται απ’ τα κέφια του κάθε υπουργού και του κάθε μητροπολίτη.

Ένας άλλος μεγάλος συγγραφέας, δάσκαλος κι αυτός του μεγάλου σκασιαρχείου της ζωής ο Ζαν Πωλ Σάρτρ έγραφε: οι γονείς γίνονται σκληροί εργοδότες στη σύγχρονη κοινωνία, απαιτώντας από παιδιά που σφύζουν από ορμόνες και ιδεολογικές αναζητήσεις αλλά και εφήβους που έχουν μηδενική ανοχή στη βία και την αδικία, να περνούν ατελείωτες καταναγκαστικές ώρες στα μαθητικά θρανία.

Ο Λέων Τολστόι πίστευε ότι στο σχολείο δεν μπορεί να επιβάλλονται κανενός είδους δόγματα, θεωρίες ή δοξασίες που ισχύουν στην κοινωνία των μεγάλων, αλλά τα παιδιά θα πρέπει να αφήνονται ελεύθερα να ακολουθήσουν την εκ φύσεως περιέργειά τους.

Ο Αλεξάντερ Σάδερλαντ Νιλ έχοντας υποστεί μια σκληρή εκπαίδευση από έναν αυταρχικό πατέρα-αφέντη δημιούργησε το 1921 ένα από τα σημαντικότερα πειράματα αντιαυταρχικής εκπαίδευσης, το ανεξάρτητο βρετανικό σχολείο Σάμερχίλ με βασικό ιδεολογικό άξονα την πεποίθηση ότι το παιδί πρέπει να είναι ελεύθερο να ζήσει τη δική του ζωή, όχι τη ζωή που οι αγχωμένοι γονείς του πιστεύουν ότι πρέπει να ζήσει, ούτε μια ζωή σύμφωνη με τους σκοπούς ενός εκπαιδευτικού που νομίζει ότι εκείνος ξέρει καλύτερα.

Το Σάμερχιλ υπήρξε και συνεχίζει να είναι και σήμερα, έναν αιώνα μετά, μια δημοκρατικά διοικούμενη κοινότητα. Διοικείται μέσω των σχολικών συνελεύσεων στις οποίες μπορούν να συμμετάσχουν όλοι, προσωπικό και μαθητές, και όπου όλοι έχουν δικαίωμα ψήφου. Τα παιδιά είναι ελεύθερα από εξαναγκασμούς, όλα τα μαθήματα είναι προαιρετικά και οι μαθητές είναι ελεύθεροι να επιλέξουν πως θα αξιοποιήσουν το χρόνο τους. Ο Νιλ συνήθιζε να λέει:

Το καλύτερο που μπορεί να συμβεί σε ένα παιδί είναι να μη φοβάται.

Ευχαριστιέμαι να βλέπω παιδιά που τα γνώρισα χωμένα μες στη δυστυχία, γεμάτα μίσος και φόβο, να περπατάνε σήμερα ευτυχισμένα και με ψηλά το κεφάλι. Το αν θα γίνουν καθηγητές πανεπιστημίου ή υδραυλικοί δεν με νοιάζει καθόλου.

Το αντίθετο απ’ όλα αυτά συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, όπου οι μαθητές του δημόσιου σχολείου πρέπει να παπαγαλίζουν προχειρογραμμένα βιβλία, τα οποία κάθε κυβέρνηση θεωρεί καθήκον της να αντικαθιστά με τα δικά της καλύτερα. Φορτωμένοι με απίστευτη δουλειά στο σπίτι, θα επιβραβευτούν εκείνοι που έχουν καλύτερη μνήμη ή τις καλύτερες τεχνικές αποστήθισης, όχι απαραίτητα και το καλύτερο μυαλό, ενώ οι λεγόμενοι κακοί μαθητές θα εκδιωχθούν στο περιθώριο της μάθησης.

Η συνεργασία και η αυτοοργάνωση είναι πράγματα άγνωστα και εχθρικά στο απαρχαιωμένο και συντηρητικό εκπαιδευτικό σύστημα.

Η λογοτεχνία διακοσμητική. Ο λόγος χάνεται μέσα στις άπειρες ανιαρές και άσκοπες αναλύσεις. Στο τέλος δεν μένει ούτε το ποίημα ούτε το διήγημα αλλά ο φορμαλισμός που έρχεται απ’ τα κεντρικά.

Οι βαρύγδουπες αναλύσεις και το ηθικό δίδαγμα που σαν γριές οχιές κουρνιάζουν κάτω απ’ τη ζεστή άμμο της παιδικής περιέργειας.

Δεν σημαίνει πως επειδή βάζουμε στα έγγραφα μια σφραγίδα που γράφει δημοκρατία έχουμε δημοκρατία. Χωρίς τη συνεργασία είναι αδύνατον να λειτουργήσει η δημοκρατία. Η συνεργασία και η συμμετοχή είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ευτυχία μας αλλά και την επιβίωσή μας.

Η συνεργατική μάθηση και διδασκαλία είναι ο δρόμος προς το μέλλον και προς τη διαμόρφωση των αυριανών πολιτών. Προς το μεγάλο σκασιαρχείο της ζωής. Της ζωής που δεν έχει ούτε σύνορα ούτε τείχη αλλά ανθρώπινες καρδιές που πάλλονται μέσα στη μικρή η μεγάλη αιωνιότητα που τους αναλογεί.

*Το κείμενο «Λογοτεχνία, το μεγάλο σκασιαρχείο» του συγγραφέα Αντώνη Αντωνάκου, διαβάστηκε από τον ίδιο σε εκδήλωση-παρουσίαση του εγχειρήματος της δανειστικής βιβλιοθήκης στην κατάληψη Apertus τον Μάιο του ’17.

One response to “Λογοτεχνία, το μεγάλο σκασιαρχείο

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s