Ο καθρέφτης
Στη Νόρα Αναγνωστάκη
Σα γύρισε ο καθρέφτης μου
στον ουρανό
φάνηκε
ένα φεγγάρι μισοφαγωμένο
από τα κόκκινα μυρμήγκια
της φωτιάς
κι ένα κεφάλι πλάι του
να καίει κι αυτό μέσα σε πύρινη
βροχή
να λάμπει το κεφάλι
να φέγγει
καθώς το έπαιρνε το έκανε κάρβουνο
η φωτιά
να ψιθυρίζει:
Τα δέντρα καίνε φεύγουνε σαν τα μαλλιά
ο άγγελος χάνεται με καψαλισμένα
τα φτερά
κι ο πόνος
σκύλος με σπασμένο πόδι
μένει
μένει
***
Ο ποιητής
Σα θα με βρούνε πάνω στο ξύλο του θανάτου μου
γύρω θά ‘χει κοκκινίσει πέρα για πέρα ο ουρανός
μιά υποψία θάλασσας θα υπάρχει
κι έν’ άσπρο πουλί, από πάνω, θ’ απαγγέλλει μέσα
σ’ ένα τρομακτικό τώρα σκοτάδι, τα τραγούδια μου.
***
Το χρυσάφι
Κάποτε
θα σταματήσουμε
σα μιά γαλάζια άμαξα
μέσ’ στο χρυσάφι
δε θα μετρήσουμε τα μαύρα
άλογα
δε θά ‘χουμε τίποτα ν’ αθροίσουμε
δε θά ‘χουμε πια τίποτα
για να μοιράσουμε
κρατώντας
ένα ξύλο
θα περάσουμε
μέσ’ απ’ τη μαύρη τρύπα
του ήλιου
που θα καίει
***
Κυριακή
Κύματα Κυριακής τα μάτια μου
κύματα μοναξιάς τα χέρια μου
τρίζουν από ύπνο αθώο
τα δόντια μέσα στην καρδιά μου
το πεθαμένο το παιδί
δεν ξενιτεύεται
πάει κρατώντας ένα
κόκκινο σκυλάκι
μέσα στο μαντίλι
τέρατα περπατούν
ανάποδα στα όνειρα
φυσάει ένας άγριος αέρας
πάνω απ’ τις λεμονάδες
πετάει μιά νυχτερίδα
σαν πικραμένο ευαγγέλιο
μ’ ένα μαύρο πανί
μία γυναίκα
σκεπάζει το φεγγάρι
***
Η φεγγαράδα
Από αίμα πουλιών πλημμυρισμένο
κρυμμένο μένει το φεγγάρι
πότε πίσω από δέντρα
πότε πίσω από θηρία
πότε πίσω από σύννεφα
με θόρυβο που ξεκουφαίνει τα φτερά αγγέλων
κάτι θέλουν να πουν κάτι σημαίνει
είναι ακόμα καλοκαίρι
όμως μιά μυρωδιά από θειάφι φράζει το χειμώνα
δεν έχει ούτε καρέκλα να καθίσεις
και οι καρέκλες έφυγαν στον ουρανό
***
Το ποντίκι
Ο ένας να μιλάει για ένα Μάρτυρα
κι ο άλλος ν’ απαντάει για έναν ποντικό
Ο ένας να μιλάει για έναν άγιο
κι ο άλλος ν’ απαντάει για ένα σκύλο
και είναι τότε που μέσα στη μαυρίλα
είδα τον Ποιητή ολομόναχο
και γύρω του να λάμπει
το κενό
***
Το κεφάλι του ποιητή
Έκοψα το κεφάλι μου
τό ‘βαλα σ’ ένα πιάτο
και το πήγα στο γιατρό μου
Δεν έχει τίποτε, μου είπε,
είναι απλώς πυρακτωμένο
ρίξε το μέσα στο ποτάμι και θα ιδούμε
τό ριξα στο ποτάμι μαζί με τους βατράχους
τότε είναι που χάλασε τον κόσμο
άρχισε κάτι παράξενα τραγούδια
να τρίζει φοβερά και να ουρλιάζει
το πήρα και το φόρεσα πάλι στο λαιμό μου
γύριζα έξαλλος τους δρόμους
με πράσινο εξαγωνομετρικό κεφάλι ποιητή
Reblogged this on Manolis.