Θοδωρὴς Βοριᾶς, Έξι ποιήματα

Artwork: Adolph Gottlieb

Artwork: Adolph Gottlieb

10
Ἔφυγες απὸ τὴν πόλη

πρὶν νὰ πεθάνεις ἐγκλωβισμένος,
τώρα κι  πὸ τὸν ἔρημο σταθμὸ
ζητᾶς νὰ ξεκολλήσεις
ὅπως οἱ ποιητὲς
δὲ χώρεσες
ποτὲ
πουθενά.

11
Χαμένες ψηφίδες

[α΄]
Κομμένο ρόδο,
πιὸ κάτω ἡ πατρίδα,
πιὸ κάτω στάχτες.

[β΄]
[Μὲ τοὺς στίχους]
Θά ’ρθω μαζί σας.
Φορέστε μου φτεροῦγες.
Ξεκαρφῶστε με.

[γ΄]
Ψηφίδα ἥλιου
ξεχασμένη στὴν τσέπη,
στὸ πὰζλ τῆς νύχτας.

[δ΄]
Ἑάλω πόλιν·
δεκαεπτὰ σοκάκια
σ’ ἕνα χάικου.

12
Τὰ σημάδια τῶν καιρῶν

Οἱ ποιητὲς ποὺ νιώθουν
τὰ σημάδια τῶν καιρῶν
γράφουν ποιήματα
ὁλόιδια μὲ ρημαγμένα σπίτια,
μ’ ἐρημωμένα σοκάκια κι  λητοπαρέες.
Κάνουν τόπο στὶς λέξεις
νὰ βροῦν  πομεινάρια ξεχασμένα
-κρυμμένα τσιγάρα
κάτω  πὸ τὰ κεραμίδια
τοῦ χαμόσπιτου.
Οἱ ποιητὲς ποὺ νιώθουν
τὰ σημάδια τῶν καιρῶν
δὲ χωρᾶνε στὰ σαλόνια.
Ψάχνουν στοὺς δρόμους γιὰ στίχους
ὁλόιδιους μὲ μπαλωμένα ροῦχα
μιᾶς μόδας ποὺ ἔσβησε.
Ψάχνουν στὶς τσέπες τους
γιὰ σκόρπιες συλλαβές,
γιὰ νὰ πληρώσουν.

13
Τὸ παραθύρι

Ὅταν περάσεις, νὰ σταθεῖς,
νὰ δεῖς ἐπίμονα στὸ παραθύρι,
τῆς ἐρημιᾶς τὴ γύμνια νὰ χορτάσεις,
τοὺς ὀργασμοὺς τοῦ  νέμου
μὲ τὴ σκόνη.
Νὰ δεῖς,
τώρα ποὺ δὲν  πόμεινε ταβάνι,
φύτρωσε στὸ σαλόνι ἕνα δέντρο,
μέσ’  π’ τὰ φύλλα του κοιτάζω
τοὺς περαστικοὺς τῆς γειτονιᾶς.
Τώρα πιὰ νικήσανε τ’  στέρια,
πέφτουν ἐλεύθερα στὸ ξέσκεπο
ὑπνοδωμάτιό μας
τζάμι γιὰ τζάμι ἄσπαστο
δὲν ἔχουνε  φήσει.

14
Ἀπόψε φτιάξε μιὰ πατρίδα

Ἀπόψε πέφτουν ὅλα τ’ ἄστρα,
πέφτουν τὰ κάστρα κι οἱ σημαῖες.
Ἀπόψε μάζεψε ὅ,τι εἶναι νὰ μαζέψεις
τὶς  ναμνήσεις
ποὺ θὰ στάξουν ἱστορία.
Σκύψε καὶ κλέψε λίγο χρῶμα,
σκύψε καὶ κλέψε λίγο χῶμα,
σμίξε τ’ ἁπλόχερα καὶ φτιάξε μιὰ πατρίδα
σὰν παραμύθι
νὰ μαγεύει τὰ παιδιά μας.

15
Ἀναστημένα χέρια

Φέτος  ναστήθηκαν στοὺς μπαξέδες
χέρια  πὸ καιρὸ θαμμένα.
Μὲ φώναξαν νὰ μοῦ χαρίσουνε λουλούδια
γιὰ τὸ στεφάνι τῆς πρωτομαγιᾶς.
Συμπόνεσα περισσότερο  π’ ὅλα
ἐκεῖνο μὲ τὴ σκουριασμένη βέρα,
ἐκεῖνο ποὺ τοῦ φορέσανε φθηνὸ  σήμι,
ἐκεῖνο μὲ τὸ βραχιολάκι
μὲ τὶς ἐρυθρόλευκες κλωστὲς τοῦ Μάρτη,
ἐκεῖνο ποὺ εἶναι λερωμένο  πὸ λογιῶν λογιῶν
χρώματα μαρκαδόρων.
Ἔγινα παιδί·
τὸ χάιδεψα καὶ τὸ φίλησα ἐκεῖνο τὸ χεράκι.
Σήκωσα ψηλὰ τὸ βλέμμα
κι ἔσταξε στὰ μάτια μου ζωὴ
 πὸ τὰ μάτια τῶν κλαδιῶν.

*Από τη συλλοή “Χαμένες ψηφίδες”, Θεσσαλονίκη 2012.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s