Τὴ νύχτα ἐκείνη ποὺ ἔπεσε τὸ κέρμα
στὴν ὁδὸ Ἁγίου Μάρκου
κι ἄλλαξε δρόμο μιὰ ζωή,
ὁ παμπόνηρος χωρικὸς Ἐμιλιάνο
εἶχε κατὰ κάποιον τρόπο εἰσχωρήσει
στὰ καθ’ ἠμᾶς ὡς ἄσμα ἡρωικό…
Τὸν ἔπαιζαν καὶ τὰ ραδιόφωνα…
Δὲν ἦταν ὅμως ἕνας ἥρως ἀνθυπολοχαγός!
Ὄχι! Ἕνας ἐστεμμένος ἀγρότης ἦταν
σ’ ἕναν λερὸ ἐμπορικὸ δρόμο,
ἐνῶ συμπτωματικῶς εὑρέθη
στὰ χείλη τοῦ μοσχόμαγκα
ἐκεῖνο τὸ χειμωνιάτικο βράδυ.
Ἔτσι περίπου ἄρχισε ἡ μύησις
ἐνῶ ἐγὼ ἐπάσχιζα,
νὰ φύγω ἀπ’ τὴν σπασμένη λάμπα,
τὴν ἔλλειψη μπανιέρας
καὶ τὸν ὀθωμανικὸ ἀπόπατο…
Reblogged this on Manolis.