ΠΛΗΓΗ
Το να ορέγεσαι και ν’ αντιστέκεσαι για χρόνια, και μετά
να ενδίδεις, είναι τρομακτικό πράγμα.
Όλα όσα λιμπίστηκες και αρνήθηκες
στο τέλος σε κατακτούν. Παραδίνεσαι
ολοκληρωτικά στη δύναμή τους
και η παρουσία τους
εισβάλλοντας στην ψυχή σου σε αποβλακώνει
με την παρηγοριά και το φόβο της.
Δεν υπάρχει τίποτα τόσο ταπεινωτικό όσο η αποδοχή.
Γεύομαι τα μανιτάρια μέσα στη νύχτα
ανοίγοντας το δρόμο τους μέσα στο χαλαρό έδαφος,
ζωώδης όπως όλες οι γέννες.
Και σκύβω το κεφάλι μου
κι ακουμπώ το στόμα μου πάνω στην πληγή όλων όσα
λαχτάρησα
και είμαι ρημαγμένος από χαρά.
ΤΕΛΟΣ ΕΤΟΥΣ
Η χρονιά πεθαίνει λυσσαλέα: πέρα απ’ το βορρά οι μανιασμένες
καταιγίδες
ο άνεμος στο χείλος της στέγης, κεραυνός ξεσκίζει τον χαμηλό
ουρανό:
αυτή η χρονιά πεθαίνει σαν κάποιους
προδομένους Νορβηγούς που
παραπατάνε απ’ τα βαθιά τραύματα,
το φρενιασμένο ατσάλι κομματιάζεται στριφογυρίζοντας.
Από το βορινό δωμάτιο παρακολουθώ μέσα στο
σούρουπο, αντικοινωνικός
θωρώντας παγερά τη χρονιά που έρχεται,
καχύποπτος για ξένους, δύσπιστος για καινοτομίες,
διατακτικός να διακινδυνεύσω με τον έναν η τον άλλον τροπο το
άγνωστο
Αφήνω αυτόν τον χρόνο όπως ένας άντρας παρατάα το κρασί του.
Θυμούμενος το καλοκαίρι, απλόχερο, το όμορφο φθινόπωρο, οι
μήνες ήρεμοι και γεμάτοι.
Κάθομαι στο βορινό δωμάτιο, μέσα στο σούρουπο ο θάνατος μιας
χρονιάς,
και τη βλέπω να δύει μέσα στη βροντή.
ΣΠΟΡΑ
Κάποιος με σπέρνει,
κάποια δύσκολη γέννα
σαν ένα άγαρμπο ξύπνημα
σαλεύει στη ζωή.
Φοβερός και ενστικτώδης,
αγγίζει τα σωθικά μου. Φοβάμαι και αντιστέκομαι,
ετοιμάζεται να ορμήσει στα μέτρα μου
κάποιου ανθρώπου η
ξεκάθαρη βεβαιότητα.
Δεν γνωρίζω τη φύση του.
Δεν έχω κάποιο όνομα γι’ αυτόν.
Δεν μπορώ να καταλάβω τη μορφή του.
Μα εκεί, μυστηριώδης, κυριολεκτικά κρυφή,
βρίσκεται η λανθάνουσα κατάσταση που
απέφευγα καιρό.
Όπως τα μανιτάρια μες το δάσος των βελανιδιών,
όπου οι ψηλές πλαγιές των βουνών
σβήνουν στη θάλασσα
όταν οι άτονες βροχές του Νοέμβρη
νοτίζουν τα πεσμένα φύλλα,
ξυπνά τους σπόρους του.
Σαν κι αυτούς θεριεμένος,
παχύς και επιβλητικός,
αυτό που φοβάμαι και λαχταρώ
χώνει το κεφάλι του.
Ο γεννημένος στο Σακραμέντο William Everson ήταν ποιητής της Αναγέννησης του Σαν Φρανσίσκο. Κατά τον β’ Παγκόσμιο αρνήθηκε τη στράτευσή του και για μια τριετία κρατήθηκε σε στρατόπεδο εργασίας για τους αντιρρησίες συνείδησης στο Όρεγκον. Ενεργός στο Catholic Worker Movement του Όκλαντ, πήρε το προσωνύμιο «Brother Antoninus», όταν εντάχθηκε στο τάγμα των Δομηνικανών το 1951, από τους οποίους αποχώρησε αργότερα. Δίδαξε ποίηση στο Πανεπιστήμιο Σάντα Κρουζ τις δεκαετίες ’70 και ’80 και ίδρυσε έναν μικρό εκδοτικό οίκο, τον Lime Kiln Press. Εξέδωσε πάνω από πενήντα βιβλία ποίησης και διοργάνωσε αναρίθμητες απαγγελίες ποίησης σε ΗΠΑ και Ευρώπη.
*Από το βιβλίο του Γιώργου Μπουρλή (μετάφραση – επιμέλεια) “Αμερικανοί ποιητές και ποιήτριες τολμούν”, εκδόσεις Εξάρχεια, Οκτώβρης 2013.
Reblogged this on agelikifotinou.