Σας βεβαιώ περιπαθώς να γράψω εμελέτων,
και είχον θέμα λετοιμον κ’ εμπνεομένου στάσιν
Οπότε έλαβαν φαιδράν οι στοχασμοί μου φάσιν
Κ’ εκάγχασα την τραγικήν φενάκην καταθέτων.
Χθες έτυχε σχολαστικόν ερώντα ν’ απαντήσω,
Εκφράζοντα το πάθος του προς την πεφιλημένην,
Πώς ήρχισε νομίζετε; προσβλέπων την Ελένην
Σε αγαπώ, εφώνησεν, ο μέλλων αγαπήσω.
Κ’ εκάγχασα την τελετήν αυτήν αναπολήσας
Αλλά ησθάνθην προς αυτόν παλμούς ευγνωμοσύνης
Ως αποτρέψαντ’ απ’ εμού το βέλος της οδύνης
Με κλίσιν ρήματος το πυρ του έρωτος συγχύσας.
Διότι είναι μέγιστος ο άνθρωπος εκείνος
Ο προκαλών μειδίαμα, το έαρ, εις τα χείλη
Ευγνωμοσύνην ο θνητός και στέφανον οφείλει
Πού είναι το μειδίαμα; είναι παντού ο θρήνος.
Αρκεί, αρκεί ο στεναγμός ον η πραγματικότης
Εκ της καρδίας αποσπά ροφώσα την καρδίαν
Προς τι να διεγείρωμεν κ’ ημείς την αθυμίαν;
Προς τι το δάκρυ; αρκετά θρηνεί η ανθρωπότης.
Λοιπόν… αλλά τι έλεγον; δεν ενθυμούμαι πλέον
Η λήθη είναι αδελφή με την ευγνωμοσύνην
Και πάντοτε εις την αυτήν αποκοιμώνται κλίνην
Την χάριν ελησμόνησα εντός λεπτών, βραχέων!
Ναι λησμονώ ενίοτε, αλλ’ ό,τι λησμονείται
Την ερωμένην μου της χθες, της αύριον τα χρέη
Και τα βιβλία των σοφών εφ’ ών η λήθη κλαίευ
Θέλετε μήνιν; τοκισταί προτρέπω να γενήτε.
Και ήδη άνευ θέματος διέμεινα, να παύσω;
Αλλά οι λογιώτατοι ζητούν αρχήν και τέλος
Και είμαι λίαν ευπαθής προς των σοφών το βέλος
Αρκεί απλώς να τους ιδώ ίνα την λύραν θραυσω.
Την των ονείρων υπερβάς ο Φίλων ηλικίαν
Πολύ ηγαπησεν, αλλά ολίγον ηγαπήθη
Πολλάκις όρκους έρωτος ακούων εκοιμήθη
Και ερωμένος προδοθείς ηγέρθη τη πρωΐαν.
Αλλ’ επί τέλους και πιστήν απήντησ’ ερωμένην
Πιστήν ως εις τους ποιητάς εμμένει η πενία
Το ψεύδος εις τους συγγραφεις και η ανοησία
Πιστήν ως ο υπάλληλος εις θέσιν ναρκομένην.
Οι ποιηταί οι ψάλλοντες το όμμα και τα χείλη
Την κόμην και τας παρειάς τον πόδα και τας χείρας
Προ ταύτης πάσας τας χορδάς θα έθραυον της λύρας
Δε έχει τίποτ’ εξ αυτών του Φίλωνος η φίλη.
Και την ηγάπα προσφιλώς κ’ επίσης ηγαπάτο
Κ’ εις της ζωής τας ατραπούς εβάδιζον συγχρόνως
Και ήτο σύντροφος κοινός ο βίος και ο πόνος
Και εις εκείνην η ζωή αυτού αντανεκλάτο.
Πιστή, εις τον αιών’ αυτόν τον μέγαν! ποία χλεύη
Με τας ρυτίδας παλαιών αιώνων εκοσμείτο
Και είχε μεσαιωνικάς αρχάς; λοιπόν τις ήτο;
Ο Φίλων την σκιάν αυτού περιπαθώς λατρεύει.
Γελάτε; αλλά θλιβερά δεν είναι η ειρωνεία;
Ο Φίλων μάτην πανταχού την πίστην ερευνήσας
Και ουρανόν και θάλασσαν και γην ανακινήσας
Ηράσθη της σκιάς αυτού εν τη αποτυχία.
Γεννάται αύτη με ημάς, ακολουθεί παν βήμα
Και εις ημέρας εορτής και εις ημέρας πένθους
Σκιρτώμεν και αυτή σκιρτά και ομοιάζει ένθους
Αν πάσχωμεν της συμφοράς αναλαμβάνει σχήμα.
Ουδέποτε μνησικακεί, μας αγαπά λαθραίως
Περί το σώμα στρέφεται, συστέλλεται, απλούται,
Ως φύλαξ απειλητικός ενίοτε ορθούται
Και είναι πρώτος φίλος μας και παάλιν τελευταίος.
Ιδέτε πώς εκτείνεται ισχνή και τεθλιμμένη
Εις την ακτίνα την ωχράν του δύοντος ηλίου
Πριν εις το σκότος βυθισθή το πλήρες μυστηρίου
Εις την μακράν αυτήν σκιάν ο θάνατος προσμένει.
Όταν το σώμα εκταθή εις την εσχάτην κλίσιν
Κατά τον τύπον έπεται των φίλων συνοδεία
Πλην παραλλήλως άλλη τις ακολουθεί κηδεία
Σκιαί τεσσάρων την σκιάν κομίζουσιν εκείνην.
Και ούτω βαίνει με βραδύ και τεθλιμμένον βήμα
Ουχί ως σύζυγος Ινδού, η βία καιομένη
Αλλ’ εκουσίως τον ουδόν του τάφου καταβαίνει
Και καταπίπτει μεθ’ ημών νεκρά υπό το μνήμα.
Ω μόνε σύντροφε πιστέ του ανθρωπίνου βίου
Δεν είσαι έλλειψις φωτός και σύμβολον του πόνου
Του μεθ’ ημών βαδίζοντος δια παντός του χρόνου
Έως ού χάση η ψυχή το θάλπος του ηλίου;
*Για περισσότερα στοιχεία, παραθέματα, αντιπροσωπευτικά έργα και παρουσίαση του ποιητή πηγαίνετε εδώ: http://www.palinodiae.com/dhmhtrios-paparrhgopoulos/
Reblogged this on Greek Canadian Literature.
Pingback: Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, Η ερωμένη του Φίλωνος – worldtraveller70