I
ώ μοι εγώ, τέων αυτε βροτών ες γαίαν ικάνω;
Εΐδαν πολλά τα μάτια μου
την τρέλα τη φωτιά τό θάνατο στις πιο αθώες σελίδες
θρόνους καινούργιους να στεριώνονται πάνω σ’ αρχαία κόκαλα
γενεές γενεών σε λόφους σκουπιδιών
σημαίες να πέφτουνε στα γόνατα
και τις χλωρές μου αποικίες να κουρσεύονται
από τη δυστυχία του τσούρμου μου
Είδαν πολλά τα μάτια μου
Πώς ξαναγύρισα τώρα στην πόλη αυτή
πώς ξεγελάστηκε το σώμα μου
και κλείστηκε ξανά στο ξοφλημένο αυτό βασίλειο
πώς
φάντασμα μέσα σε φαντάσματα ξαναγύρισα
άδειο τομάρι πειρατή νοσταλγώντας τη σάρκα μου
γυρεύοντας το σκοτεινό μου δίκιο από τους τοκογλύφους
μετρώντας στην αγύριστή μου κεφαλή σημάδια πετροπόλεμων
και τις παλιές ανάκουστες φωνές
Κάκια! Δημήτρη! Τζόγια!
μες στα ξεπουλημένα περιβόλια;
Υπήρχαν τόσοι άλλοι τρόποι
Φαρμακεροί λωτοί κι άγρια ψάρια
τραγούδια αλλόγλωσσα να πέσω να πνιγώ
πώς ξαναγύρισα σ’ αυτόν τον ξεσκισμένο τόπο
σ’ αυτή την ένδοξη γενέθλια δυστυχία;
ΙΙ
Οταν πήγα στη θάλασσα ξαναβρήκα τα λόγια σου
ηλικία θαμμένη αγραφή μου φωνή
λευτεριά που ματώνεις και το στίχο χαλάς
και το στίχο παγώνεις λευτεριά στα φτερά σου
Λευτεριά λευτεριά καραβάκι που πάει
το λευκό στο λευκό το χαρτί στο χαρτί
ποιος φυσα το τραγούδι στο ψηλό σου κατάρτι
ποιος σου σβήνει στη Νύχτα το λευκό σου πανί;
Το χαρτί στο χαρτί κι η φωνή μου του ανέμου
η ψυχή στ’ ανοιχτά κι οι σημαίες στ’ αμπάρι
— στο ξεπούλημα σ’ έδωσα όσο όσο να ζήσω
στο ξεπούλημα σ’ έδωσα κι έχω μείνει πια ξέμπαρκος
κι έχω μείνει ξεμέθυστος του θανάτου πουλί
ΙΙΙ
Ποια είναι η χώρα μου δεν ξέρω. όλα, Κυρά μου, μου τα πήρες.
Δεν έχω τώρα πού να πάω και τι να πω. Κλείνω στα στερνά και
το ραδιόφωνο, κλείνω τα μάτια μου και μένω μόνος κι έρημος
στο κρύο αυτό δωμάτιο, στην ξένη γη.
IV
αφιέρωμα σε αρχαίο κινέζο ποιητή
Οι δρόμοι όλοι κλείσανε και βρέχει
σ’ ένα μακρόσυρτο σκοτάδι ταξιδεύει η ζωή
από νησάκι σε νησάκι κι από ταβέρνα σε ταβέρνα
κανείς δεν ξέρει που τραβάει τούτο το ποτάμι
Κάθισε τώρα στο παράθυρο
κι άσε το ραδιόφωνο να παίζει
— γνωστές ηλεκτρικές φωνές
μιμούνται τ’ άγνωστα τραγούδια μας
παίρνουν ό,τι πεταμε και πλουτίζουν
Κάθισε τώρα στο παράθυρο
κι άσε το ραδιόφωνο να παίζει
η μουσική δεν λέει ψέματα κι ας θέλει
κάθισε στο παράθυρο παλιέ μου φίλε
οι δρόμοι όλοι κλείσανε και βρέχει
κανείς δεν είναι να φανεί ούτε κι απόψε
V
…δέν θά ’ρθούμε. Πέρασε ή πλώρη μας στ’ ανοιχτά τουμέλλοντος,
η λάμψη του χαράχτηκε γιά πάντα στά μάτια μας και στά χειρόγραφά μας
— αθάνατη σαν την πληγή τής πρώτης μας αγάπης…
Εσύ
που μελανώνεις τα όνειρά μου
πρώτη
στο φως της άμμου διαδήλωση
φτερό του ανέμου φήμη
σιωπή
των είκοσι χρονώ
Δεν δίνω τίποτα στη μνήμη
δεν χτίζω δεν χαρίζω πιά
δεν έχω τη ζωή μου
η άμμος πονάει χρόνια στα νύχια
(άμμος και κίτρινο παλιό χαρτί)
Εσύ
ανείπωτη ανείπωτη ανείπωτη
εκεί μέσα που κατοικείς
στο ακίνητο δάσος του μυαλοΰ
πέτρα
πάνω στην πέτρα του στίχου αυτού
ξεκάρφωτου απ’ την ψυχή ξερ-
ριζωμένου μετανάστη
απ’ τη μεγάλη ατέλειωτη ωδή
Εσύ
δρεπάνι ευαγγελικών επαναστάσεων
σκότος και χλωρασιά των άδετων μαλλιών
χειλιών
χεριών
μελλούμενων ωδών οδών
και θαλασσών ώ
Μισολόγγι της Ζακύνθου
των άμμων κάλβεια γράμματα
ανεμισμένα στούς καιρούς των νέων ιακωβίνων
ανεμισμένη Ζάκυνθο
ηλεκτρική
σελήνη
V
ποιητική, 1986
Λέξεις χλωμές που τις ματώνουν σημαιάκια
του έρωτα και του θανάτου άλλων έποχών
ιδέες ακραιφνείς της εφηβείας χρώματα
αλήτες των γλυκών νερών
νησιά ξεπουλημένα
νησιά νησιών μιμήσεις
Τι γύρευα σ’ αυτή την κρουαζιέρα;
Μπαρκάραμε όλοι στο ίδιο σαπιοκάραβο
μέθυσο τσούρμο κι άμυαλα γεράματα
(που να τα πίνει τώρα ο ραψωδός μου;
αχ! όλα μονάχος πρέπει να τα κάνω
μνήματα και ποιήματα
με σκάρτα υλικά και ξεπεσμένους τεχνίτες)
Τι γύρευα λοιπόν σ’ αυτή την κρουαζιέρα;
κανείς δεν ξέρει πούΰ τραβάμε κι όλοι τραγουδάμε
Μα εγώ νυστάζω τώρα στο κατάστρωμα
νυχτώνει σ’ όλες τις ρυτίδες της φωνής μου
— σωπάστε πια ν’ ακούσουμε τη θάλασσα
που μας σκεπάζει
VII
σάμπα για ιθαγενείς και μετανάστες
Φεύγει βουβός ο ουρανός
κι η θάλασσα δεν απαντάει
δεν απαντάει στη φωνή σου
η ποίηση και σε ξερνάει
Πιστός που η προσευχή του εχάθη
τρικάταρτο μες στην ομίχλη
ψυχή του ανέμου και φυλλάδα
πιστός που η προσευχή του εχάθη
Ψυχή του ανέμου και φυλλάδα
τραγούδι πού ’ξερα τα λόγια
τώρα ψευτιά και δάκρυα όλα
το σώμα στάχτη στην Ελλάδα
Έλ’ αεράκι του πελάγου!
σκοτάδι μου βασιλικό
εμέ ήη ψυχή μου πάει πια πέρα
έλα καράβι δροσερό!
*Από το βιβλίο “Υπό ξένην σημαίαν – Ποιήματα 1967-1987”, εκδόσεις Ύψιλον, 1991.
Reblogged this on agelikifotinou.
Reblogged this on Manolis.