Δύο χρόνια χωρίς τον Βύρωνα Λεοντάρη
Ἐδῶ, στό συνοικιακό νεκροταφεῖο
πού μαζευτήκαμε νά κεραστοῦμε
καφέ, παξιμαδάκι καί κονιάκ
γιά τόν ἀγαπημένο μας πού χάθηκε νέος πολύ ἐν ἀρετῆ καί θλίψει
καί λίγο πρίν στή γῆ ἀπιθώσαμε τό σῶμα του
-τό βάρος μιᾶς νεότητας ἀσήκωτο σά μεταμέλεια…-
ἡ σύναξη ἑτερόκλητη
φίλοι καί συγγενεῖς ἐγγύτεροι καί ἀπώτεροι οἱ συμμετασχόντες
-σέ τί συμμετασχόντες
καί ποιοί τώρα οἱ «ἐγγύς» καί ποιοί οἱ ἀπώτεροι…-
λόγια συμβατικά γιά τόν νεκρό, τριμμένα κι ἄλλα πού σωπαίνονται
καί ἐγκώμια σέ παληά ἑλληνικά ὅπως συνηθίζεται
«ἀναλωθείς…», «διαπρέψας…», «ὑπερακοντίσας…»
Τό τελευταῖο αὐτό μέ λύγισε
Τί λέξη, ἀλήθεια, καί τί μοίρα
γι᾿ αὐτούς πού ξεπεράσανε τό στόχο
κι ἔτσι, ὑπερακοντίσαντες, ἀστόχησαν
Τί ἔγινε ἡ ὁρμή τους
ποῦ καρφώθηκε τό ἀκόντιο…
Δέ μέτρησε ἡ βολή τους τίποτε δέ μέτρησε.
Reblogged this on agelikifotinou.