μια γυναίκα και ένας άνδρας… μια ιστορία.
για την αντιγραφή Α.Ν.Χ
Η Ελένη Γρηγοριάδου σιδέρωνε τα ρούχα της.
Τα είχε πλύνει για πολλοστή φορά.
Δεν τα φορούσε ποτέ.
Είχε χρόνια να βγει από το σπίτι.
Είχε χρόνια νάχει μια σχέση, να βρεθεί κοντά μ’ έναν άνθρωπο.
Δούλευε και σιδέρωνε τα ρούχα της.
Δεν έτρωγε. Δεν κάπνιζε. Δεν έπινε. Δεν ζούσε.
Σκέφτηκα πως κάτι μπορούσε να γίνει μαζί της.
Ήμουν τρεις μήνες άνεργος.
Τα μαλλιά μου είχαν φουντώσει και μακρύνει
πολύ.
Κυκλοφορούσα με κάτι πολυκαιρινά δανεικά ρούχα που μούρχονταν λίγο άβολα.
Οι ταχτοποιημένοι – (ειν’ αλήθεια είχα φίλους όταν είχα και γυναίκα) – σύχναζαν
σ’ ακριβά μπαράκια και μου χτυπούσαν με παρηγοριά την πλάτη. Μια πέτρα
πεταμένη στην θάλασσα η αγάπη τους.
Σκέφτηκα λοιπόν πως κάτι θα μπορούσε να γίνει. Και οι δυο στο σίδερο και στη
μοναξιά – λέω – κάτι θα γίνει. Η αλήθεια είναι πως με είχε καλέσει κάποιες φορές
στο σπίτι της. Ξάπλωνε στον καναπέ, κι’ εγώ καθόμουν σε ένα μικρό σκαμπό.
Κρατούσε πάντα μια απόσταση ασφαλείας δύο μέτρων. Μια φορά φεύγοντας την
ακούμπησα στον ώμο φιλικά. Ταράχτηκε. Νόμισα πως θα με χτυπούσε.
Μου μιλούσε πάντα στον πληθυντικό. Η σχέση μας προχωρούσε. Άδειαζα ότι
υπήρχε στο ψυγείο της κι’ άδειαζε οτι υπήρχε στην ψυχή της. Ο αδερφός της ήταν
μόνιμος στρατιωτικός μοναδικός της “φίλος” ερωτευμένος με μια ρωσίδα
καμπαρετζού ο μακαρίτης ο πατέρας της απογοητευμένος – χτυπημένος – από την
αριστερά της εποχής του.
Η Ελένη δούλευε πάντα σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο χωρίς ρεπό, χωρίς ζωή χωρίς
έρωτα χωρίς μέλλον. Κάποιες φορές που περνούσα να τη δω, ντρεπόμουν λίγο.
Τα ρούχα μου ήταν τσαλακωμένα. Κι’ εγώ. Κι’ αυτή σιδέρωνε.
Ήμουν τρεις μήνες άνεργος. Οι φίλοι μου με είχαν ξεχάσει. Δουλειές – ταξίδια –
δημόσιες σχέσεις – κάποιοι έγραφαν ποίηση άλλοι άλλαζαν αυτοκίνητο εγώ δεν
“είχα μάτια να κλάψω”, ούτε και την Ελένη είχα, ούτε ένα σίδερο, να βγαίνω έξω
στο δρόμο, με αξιοπρέπεια.
Δεν το έβαλα κάτω. Την τελευταία φορά που πέρασα να τη δω έβαλα τις ντροπές
στην άκρη, Ελένη της λέω δεν μπορώ άλλο έτσι τσαλακωμένος μπορείς να μου
βρεις ένα μεταχειρισμένο σίδερο; Περίμενε μου λέει. Πάει στο άλλο δωμάτιο,
γυρίζει με ένα σαρανταπεντάρι στο χέρι.
- Πάρτο, μου λέει. Εγώ δεν μπορώ. Ό,τι κάνεις θάμαι μαζί σου.